(ελληνικά-Greek) Βία, Ειρήνη και Έρευνα της Ειρήνης

ORIGINAL LANGUAGES, 27 Jan 2014

Johan Galtung – TRANSCEND Media Service

tree

The “TREE OF VIOLENCE”, designed my Mariana Kapetanidou, inspired and based on Johan Galtung’s articles “Violence, Peace and Peace research” (1969) & “Cultural violence” (1990).

Translation from English to Greek of Johan Galtung’s academic paper “Violence, Peace, and Peace Research” (1969)

Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας της Ειρήνης του Όσλο

1. Εισαγωγή                                             

Στο παρόν άρθρο θα χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «ειρήνη» πάρα πολλές φορές. Μερικές λέξεις χρησιμοποιούνται τόσο συχνά και γίνεται κατάχρησή τους –μάλλον, κατά πως φαίνεται, επειδή «η ειρήνη» εξυπηρετεί ως μέσο για την απόκτηση λεκτικής συναίνεσης– είναι δύσκολο να είναι κανείς κάθετα ενάντιος στην ειρήνη(1). Έτσι, όταν γίνονται προσπάθειες για να υποστηρίξουν σχεδόν οποιοδήποτε είδος πολιτικής –ας πούμε τεχνική βοήθεια, ανάπτυξη του εμπορίου, τουρισμός, νέες μορφές εκπαίδευσης, αρδευτικά έργα, εκβιομηχάνιση κ.λπ.– τότε είναι που υποστηρίζεται συχνά ότι η πολιτική, εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων, θα συμβάλει επίσης στην επίτευξη ειρήνης. Αυτό γίνεται ανεξάρτητα από το πόσο αδύναμη ήταν η σχέση στο παρελθόν ή το πόσο αμφίβολη ήταν η θεωρία που δικαιολογεί κάτι τέτοιο ως λογική προσδοκία για το μέλλον. Τέτοιες δυσκολίες αποφεύγονται με τον αποκλεισμό οποιασδήποτε αναφοράς σε στοιχεία από το παρελθόν ή σε θεωρίες για το μέλλον.

Αυτή η πρακτική δεν είναι απαραίτητα επιβλαβής. Η χρήση του όρου «ειρήνη» μπορεί από μόνη της να παράξει ειρήνη, δημιουργώντας μια κοινή βάση, ένα συναίσθημα κοινοτικότητας με σκοπό να μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για βαθύτερους δεσμούς αργότερα. Η χρήση ακριβέστερων όρων που προέρχονται από το λεξιλόγιο μιας ομάδας σύγκρουσης, και που αποκλείονται από το λεξιλόγιο της αντίπαλης ομάδας, μπορεί από μόνη της να προκαλέσει διαφωνία και να οδηγήσει σε προφανή σύγκρουση ακριβώς επειδή ο όρος γίνεται με τόση σαφήνεια κατανοητός. Με την προβολή μιας απεικόνισης αρμονίας των συμφερόντων ο όρος «ειρήνη» μπορεί επίσης να βοηθήσει στο να επιφέρει την εν λόγω αρμονία. Παρέχει στους αντιπάλους μια μονολεκτική γλώσσα στην οποία εκφράζονται αξίες ενδιαφέροντος και συντροφικότητας επειδή η ειρήνη είναι στην ημερήσια διάταξη οποιουδήποτε(2).

Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η συχνή χρήση της λέξης «ειρήνη» δίνει μια μη ρεαλιστική εικόνα του κόσμου. Εκφράσεις όπως «βία», «διαμάχη», «εκμετάλλευση» ή τουλάχιστον «σύγκρουση», «επανάσταση» και πόλεμος θα πρέπει να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη συχνότητα για να αντικατοπτρίσουν σημασιολογικά έναν κατά βάση μη-αρμονικό κόσμο. Αλλά αφήνοντας, προς το παρόν, κατά μέρος αυτό το σημαντικό επιχείρημα, είναι προφανές ότι κάποιο επίπεδο ακρίβειας είναι απαραίτητο για τον όρο ώστε να χρησιμεύσει ως ένα γνωστικό εργαλείο. Όπως είναι φυσικό, κανένας δεν έχει το μονοπώλιο για τον ορισμό της «ειρήνης». Αλλά εκείνοι που χρησιμοποιούν τον όρο συχνά στο πλαίσιο της έρευνας, όπως οι ερευνητές της ειρήνης (θα κάνουν) κάνουν, τουλάχιστον θα έχουν αποκτήσει κάποια εμπειρία σχετικά με ορισμούς που θα πρέπει να αποφευχθούν για τον ένα ή τον άλλο λόγο.

Για να συζητήσουμε την ιδέα της ειρήνης πρέπει να ξεκινήσουμε από τρεις απλές αρχές:

1. Ο όρος «ειρήνη» θα χρησιμοποιηθεί για κοινωνικούς σκοπούς που συμφωνούνται τουλάχιστον προφορικά από πολλούς, εάν όχι απαραίτητα από τους περισσότερους.

2. Αυτοί οι κοινωνικοί στόχοι μπορούν να είναι σύνθετοι και δύσκολοι, αλλά όχι αδύνατον να επιτευχθούν.

3. Η δήλωση ότι ειρήνη είναι η απουσία βίας θα διατηρηθεί ως έγκυρη.

Η τρίτη αρχή δεν είναι ένας ορισμός, δεδομένου ότι είναι μια σαφής περίπτωση του obscurum per obscurius. Αυτό που εννοούμε είναι μόνο ότι οι όροι «ειρήνη» και «βία» συνδέονται ο ένας με τον άλλο έτσι ώστε «η ειρήνη» να μπορεί να θεωρηθεί ως «απουσία της βίας». Οι λόγοι της σημασιολογικής μας περιδιάβασης σε αυτό το πρώιμο σημείο, είναι δύο: η δήλωση είναι απλή και σε συμφωνία με την κοινή χρήση, και καθορίζει μια ειρηνική κοινωνική τάξη όχι ως σημείο αλλά ως περιοχή –ως απέραντη περιοχή κοινωνικών τάξεων από τις οποίες η βία είναι απούσα. Μέσα σε αυτήν την περιοχή εξακολουθεί να είναι πιθανός ένας τεράστιος αριθμός διακυμάνσεων, δημιουργώντας έναν προσανατολισμό υπέρ της ειρήνης συμβατό με διάφορες ιδεολογίες σκιαγραφώντας άλλες πτυχές των κοινωνικών τάξεων.

Τώρα όλα εξαρτώνται από την παραγωγή ενός ορισμού της «βίας». Αυτό είναι ένας ιδιαίτερα δύσκολος στόχος, και οι προτάσεις θα είναι μετά βίας ικανοποιητικές για πολλούς αναγνώστες. Εντούτοις, δεν είναι τόσο σημαντικό να φθάσουμε σε κάτι σαν ορισμό ή τυπολογία –γιατί υπάρχουν προφανώς πολλά είδη βίας. Το πιο σημαντικό είναι να δείξουμε θεωρητικά τις σημαντικές διαστάσεις της βίας που μπορούν να οδηγήσουν τη σκέψη, την έρευνα και, ενδεχομένως, τη δράση, απέναντι στα σημαντικότερα προβλήματα. Εάν η δράση για την ειρήνη πρόκειται να εκτιμηθεί ιδιαίτερα επειδή είναι δράση ενάντια στη βία, τότε η έννοια της βίας πρέπει να είναι αρκετά ευρεία ώστε να περιλαμβάνει τα σημαντικότερα είδη, όμως αρκετά συγκεκριμένη ώστε να χρησιμεύει ως βάση για τη συγκεκριμένη δράση.

Κατά συνέπεια, ο ορισμός της «ειρήνης» γίνεται ένα σημαντικό μέρος μιας επιστημονικής στρατηγικής. Μπορεί να απομακρυνθεί από την κοινή χρήση μη όντας αποδεκτός «από τους περισσότερους» (συναίνεση που δεν απαιτείται), όμως δεν πρέπει να είναι εντελώς υποκειμενιστικός («αποδεκτός από πολλούς»). Πρέπει να απεικονίζει μια κατάσταση η υλοποίηση της οποίας δεν είναι ουτοπική («μη αδύνατον να επιτευχθεί»), ούτε όμως είναι στην άμεση πολιτική ατζέντα («σύνθετη και δύσκολη»). Και πρέπει άμεσα να οδηγεί την προσοχή κάποιου σε προβλήματα που βρίσκονται στην πολιτική, πνευματική και επιστημονική ατζέντα του σήμερα, και του αύριο (2).

2. Για τον ορισμό και τις διαστάσεις της «βίας»

Ως σημείο αφετηρίας, ας πούμε ότι η βία είναι παρούσα όταν τα ανθρώπινα όντα επηρεάζονται έτσι ώστε οι πραγματικές σωματικές και διανοητικές τους πραγματώσεις να είναι κατώτερες από τις δυνητικές τους πραγματώσεις. Αυτή η δήλωση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει. Εντούτοις, σύντομα θα γίνει σαφές γιατί απορρίπτουμε τη στενή έννοια της βίας –σύμφωνα με την οποία βία είναι η σωματική ανικανότητα, ή η στέρηση υγείας, μόνο (με τη θανάτωση ως ακραία μορφή), στα χέρια ενός δράστη που σκοπεύει αυτή να είναι η συνέπεια. Εάν αυτό επρόκειτο να είναι όλη η βία, και η ειρήνη φαίνεται να είναι η άρνησή της, τότε ελάχιστα καταρρίπτεται το ότι η ειρήνη υποστηρίζεται ως ένα ιδανικό. Ιδιαίτερα μη αποδεκτές κοινωνικές τάξεις θα ήταν ακόμα συμβατές με την ειρήνη. Ως εκ τούτου, μια εκτεταμένη έννοια της βίας είναι απαραίτητη αλλά αυτή η έννοια πρέπει να αποτελεί μια λογική συνέχεια, και να μην είναι απλώς ένας κατάλογος από ανεπιθύμητες καταστάσεις.

Ο ορισμός υποδεικνύει τουλάχιστον έξι σημαντικές διαστάσεις της βίας. Αλλά πρώτα μερικές παρατηρήσεις για τη χρήση των παραπάνω λέξεων-κλειδιών: «πραγματικός» και «δυνητικός». Η βία εδώ ορίζεται ως η αιτία της διαφοράς μεταξύ του δυνητικού και του πραγματικού, μεταξύ αυτού που θα μπορούσε κάποιος να είναι και αυτού που είναι. Η βία είναι αυτή που αυξάνει την απόσταση μεταξύ του δυνητικού και του πραγματικού, και αυτή που εμποδίζει τη μείωση αυτής της απόστασης. Κατά συνέπεια, εάν ένα άτομο πέθαινε από φυματίωση τον δέκατο όγδοο αιώνα θα ήταν δύσκολο να εννοηθεί αυτό ως βία δεδομένου ότι θα ήταν μάλλον αναπόφευκτο, αλλά εάν πεθάνει κάποιος από αυτό σήμερα, παρ’ όλα τα ιατρικά μέσα στον κόσμο, τότε η βία είναι παρούσα σύμφωνα με τον ορισμό μας. Αντίστοιχα, η περίπτωση των ανθρώπων που πεθαίνουν σήμερα από τους σεισμούς δεν θα επέτρεπε μια ανάλυση σύμφωνα με τον ορισμό της βίας(3), αλλά αύριο, μεθαύριο, όταν οι σεισμοί μπορεί να γίνουν αποφευκτοί, τέτοιοι θάνατοι μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα βίας. Με άλλα λόγια, όταν οι δυνατότητες είναι υψηλότερες από το πραγματικό είναι εξ ορισμού κάτι αποφευκτό και όταν κάτι είναι αποφευκτό, τότε η βία είναι παρούσα.

Όταν το πραγματικό είναι αναπόφευκτο, τότε η βία δεν είναι παρούσα ακόμα κι αν το πραγματικό βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ένα προσδόκιμο ζωής μόνο τριάντα ετών, κατά τη Νεολιθική εποχή, δεν θα ήταν μια έκφραση βίας, αλλά το ίδιο προσδόκιμο ζωής σήμερα (που οφείλεται είτε σε πολέμους, είτε στην κοινωνική αδικία, είτε και στα δύο) θα θεωρούνταν ως βία σύμφωνα με τον ορισμό μας.

Συνεπώς, το εν δυνάμει επίπεδο πραγμάτωσης είναι αυτό που είναι εφικτό με ένα δεδομένο επίπεδο βαθιάς γνώσης και πόρων. Εάν η βαθιά γνώση ή/και οι πόροι μονοπωλούνται από μια ομάδα ή μια τάξη ή χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, τότε το πραγματικό επίπεδο είναι χαμηλότερο από το εν δυνάμει επίπεδο, και η βία είναι παρούσα στο σύστημα. Εκτός από αυτούς τους τύπους έμμεσης βίας υπάρχει επίσης η άμεση βία όπου τα μέσα της πραγμάτωσης δεν στερούνται, αλλά άμεσα καταστρέφονται. Επομένως, όταν γίνεται πόλεμος υπάρχει άμεση βία λόγω θανάτου ή τραυματισμού κατά την οποία το άτομο θέτει σίγουρα την «πραγματική σωματική του πραγμάτωση» χαμηλότερα από την «εν δυνάμει σωματική του πραγμάτωση». Αλλά υπάρχει επίσης έμμεση βία στο μέτρο που η βαθιά γνώση και οι πόροι διοχετεύονται μακριά από τις εποικοδομητικές προσπάθειες να φέρουν το πραγματικό πιο κοντά στο εν δυνάμει.(4)

Η έννοια των «εν δυνάμει πραγματώσεων» είναι εξαιρετικά προβληματική, ειδικά όταν κινούμαστε από τις σωματικές πτυχές της ανθρώπινης ζωής, όπου η συναίνεση επιτυγχάνεται ευκολότερα(5), προς τις νοητικές πτυχές. Οδηγός μας εδώ πιθανώς θα έπρεπε συχνά να είναι κατά πόσο η αξία που επιτυγχάνεται είναι αρκετά συναινετική ή όχι, αν και αυτό δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό. Παραδείγματος χάρη, η βασική εκπαίδευση χαίρει υψηλής εκτίμησης σχεδόν παντού, ενώ η αξία του να είσαι Χριστιανός/ή είναι ιδιαίτερα αμφισβητούμενη. Ως εκ τούτου, θα μιλούσαμε για βία εάν το επίπεδο βασικής εκπαίδευσης είναι χαμηλότερο από αυτό που θα μπορούσε να είναι, και όχι εάν το επίπεδο του Χριστιανισμού είναι χαμηλότερο από αυτό που θα μπορούσε να είναι. Δεν θα προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε σε αυτό το πλαίσιο αυτό το δύσκολο σημείο περαιτέρω, αλλά γυρίζουμε στις διαστάσεις της βίας.

Για να τις συζητήσουμε, είναι χρήσιμο να αντιληφθεί κανείς τη βία από πλευράς επιρροής, όπως υποδεικνύεται στη δήλωση που χρησιμοποιήσαμε ως σημείο αφετηρίας παραπάνω. Μια πλήρης σχέση επιρροής προϋποθέτει έναν παράγοντα επηρεασμού, έναν επηρεαζόμενο, και έναν τρόπο επηρεασμού(6). Στην περίπτωση προσώπων, μπορούμε να το θέσουμε πολύ απλά: ένα υποκείμενο, ένα αντικείμενο, και μια δράση. Αλλά αυτή η αντίληψη της βίας από την άποψη μιας πλήρους διαπροσωπικής σχέσης επιρροής θα μας παρασύρει στο να εστιάσουμε μόνο σε έναν πολύ συγκεκριμένο τύπο βίας˙ επίσης κουτσουρεμένες εκδοχές όπου είτε το υποκείμενο είτε το αντικείμενο είτε και τα δύο είναι απόντα, είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Για να το προσεγγίσουμε αυτό θα αρχίσουμε με δύο διαστάσεις χαρακτηρίζοντας την ίδια τη βίαιη πράξη ή τον τρόπο επιρροής.

Η πρώτη διάκριση που γίνεται είναι μεταξύ φυσικής και ψυχολογικής βίας. Η διάκριση είναι τετριμμένη αλλά σημαντική κυρίως επειδή η στενή έννοια της βίας, που προαναφέρθηκε, επικεντρώνεται στη φυσική βία μόνο. Στο πλαίσιο της φυσικής βίας τα ανθρώπινα όντα βλάπτονται σωματικά, μέχρι το σημείο της θανάτωσης. Είναι χρήσιμο να κάνουμε μια περαιτέρω διάκριση ανάμεσα στη «βιολογική βία», που μειώνει τη σωματική ικανότητα (χαμηλότερα από αυτό που είναι ενδεχομένως δυνατόν), και στη «φυσική βία ως τέτοια», η οποία αυξάνει τον περιορισμό στις ανθρώπινες μετακινήσεις(7) -όπως όταν ένα άτομο φυλακίζεται ή αλυσοδένεται, αλλά και όταν η πρόσβαση σε μεταφορικά μέσα είναι πολύ άνισα κατανεμημένη, κρατώντας μεγάλα τμήματα ενός πληθυσμού στο ίδιο μέρος και κάνοντας την δυνατότητα μετακίνησης μονοπώλιο κάποιων εκλεκτών. Η διάκριση όμως αυτή είναι λιγότερο σημαντική από τη βασική διάκριση μεταξύ της βίας που λειτουργεί στο σώμα, και της βίας που λειτουργεί στην ψυχή˙ όπου η τελευταία θα περιλαμβάνει ψέματα, πλύση εγκεφάλου, κατήχηση διάφορων ειδών, απειλές, κ.λπ. που εξυπηρετούν στο να μειώσουν τις διανοητικές δυνατότητες. (Παρεμπιπτόντως, είναι ενδιαφέρον ότι τέτοιες αγγλικές λέξεις όπως «πληγώνω» και «χτυπώ» μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκφράσουν τόσο την ψυχολογική όσο και τη φυσική βία: αυτή η διττότητα χτίζεται ήδη στη γλώσσα.)

Η δεύτερη διάκριση είναι μεταξύ της αρνητικής και θετικής προσέγγισης στην επιρροή (8). Έτσι, ένα πρόσωπο μπορεί να επηρεαστεί όχι μόνο μέσω της τιμωρίας του όταν κάνει κάτι που ο επηρεάζων θεωρεί λάθος, αλλά και μέσω της επιβράβευσης του όταν κάνει κάτι που ο επηρεάζων θεωρεί σωστό. Αντί να αυξηθούν οι περιορισμοί στις κινήσεις του, οι περιορισμοί μπορούν να μειωθούν αντί να αυξηθούν, και οι σωματικές ικανότητες να αναπτυχθούν αντί να περιοριστούν. Αυτό μπορεί εύκολα να συμφωνηθεί, αλλά έχει κάποια σχέση με τη βία; Ναι, επειδή το καθαρό αποτέλεσμα μπορεί να είναι πράγματι ότι τα ανθρώπινα όντα αποτρέπονται αποτελεσματικά από την πραγματοποίηση των δυνατοτήτων τους. Κατά συνέπεια, πολλοί σύγχρονοι διανοητές(9) υπογραμμίζουν ότι η καταναλωτική κοινωνία ανταμείβει επαρκώς αυτόν που απολαμβάνει την κατανάλωση, χωρίς υποχρεωτικά να τιμωρεί αυτόν που δεν το κάνει. Το σύστημα είναι προσανατολισμένο στην ανταμοιβή, βασισμένο σε υποσχέσεις ευφορίας, αλλά όντας έτσι περιορίζει παράλληλα το εύρος των δράσεων. Μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση εάν αυτό είναι καλύτερο ή χειρότερο από ένα σύστημα που περιορίζει το εύρος της δράσης λόγω των συνεπειών δυσφορίας από την παραμονή εκτός των επιτρεπτών ορίων. Είναι ίσως καλύτερα από την άποψη ότι δίνει ευχαρίστηση παρά πόνο, χειρότερο από την άποψη ότι είναι περισσότερο χειραγωγικό, λιγότερο φανερό. Αλλά το σημαντικό σημείο είναι ότι η συνειδητοποίηση της έννοιας της βίας μπορεί να επεκταθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, δεδομένου ότι παρέχει μια πλουσιότερη βάση για συζήτηση.

Η τρίτη διάκριση που γίνεται είναι από την πλευρά του αντικειμένου: είτε υπάρχει είτε όχι ένα αντικείμενο που βλάπτεται. Μπορούμε να μιλήσουμε για βία όταν δεν βλάπτεται κανένα φυσικό ή βιολογικό αντικείμενο; Αυτό θα ήταν μια περίπτωση όπως αναφέρεται παραπάνω κουτσουρεμένης βίας, αλλά εντούτοις ιδιαίτερα σημαντικής. Όταν ένα άτομο, μια ομάδα, ένα έθνος επιδεικνύει τα μέσα της φυσικής βίας, είτε ρίχνοντας πέτρες από δω κι από κει είτε κάνοντας δοκιμές πυρηνικών όπλων, σε αυτή την περίπτωση μπορεί να μην υπάρχει βία υπό την έννοια ότι κάποιος χτυπήθηκε ή τραυματίστηκε, αλλά υπάρχει ωστόσο η απειλή της φυσικής βίας και η έμμεση απειλή της διανοητικής βίας που μπορεί ακόμη και να χαρακτηριστεί ως κάποιος τύπος ψυχολογικής βίας δεδομένου ότι περιορίζει την ανθρώπινη δράση. Πράγματι, υπάρχει επίσης αυτή η πρόθεση: το διάσημο δόγμα ισορροπίας δυνάμεων είναι βασισμένο σε προσπάθειες για να επιτευχθεί ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Και αντίστοιχα με την ψυχολογική βία που δεν φθάνει σε κανένα αντικείμενο: ένα ψέμα δεν γίνεται περισσότερο αλήθεια επειδή κανένας δεν πιστεύει στο ψέμα. Η έλλειψη ειλικρίνειας είναι βία σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, το οποίο δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι το λιγότερο κακό κάτω από ορισμένες περιστάσεις που συζητούνται ευρέως.

Είναι η καταστροφή των πραγμάτων βία; Πάλι, δεν θα ήταν βία σύμφωνα με τον πλήρη ορισμό παραπάνω, αλλά πιθανώς κάποια «εκφυλισμένη» μορφή της. Αλλά σε τουλάχιστον δύο αισθήματα μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχολογική βία: η καταστροφή των πραγμάτων ως φόβος ή ως απειλή πιθανής καταστροφής των ατόμων(10), και η καταστροφή των πραγμάτων ως η καταστροφή κάποιου πράγματος πολύ αγαπητού σε πρόσωπα που νοούνται ως καταναλωτές ή ιδιοκτήτες(11).

Η τέταρτη διάκριση που γίνεται και η πιο σημαντική είναι από την πλευρά του υποκειμένου: είτε υπάρχει είτε όχι ένα υποκείμενο (άτομο) που ενεργεί. Πάλι μπορεί να γίνει η ερώτηση: μπορούμε να μιλήσουμε για βία όταν κανένας δεν ασκεί άμεση βία, όταν κανένας δεν ενεργεί; Αυτή θα ήταν επίσης μια περίπτωση τέτοια όπως αναφέρεται παραπάνω ως κουτσουρεμένη βία, αλλά και πάλι ιδιαίτερα σημαντική. Θα αναφερθούμε στον τύπο της βίας κατά την οποία υπάρχει ένας δράστης που ασκεί βία όπως προσωπική ή άμεση, και στη βία κατά την οποία δεν υπάρχει κανένας τέτοιος δράστης, ως δομική ή έμμεση(12). Kαι στις δύο περιπτώσεις τα άτομα μπορούν να σκοτωθούν ή να ακρωτηριαστούν, να χτυπηθούν ή να τραυματιστούν και υπό τις δύο έννοιες αυτών των λέξεων, και να χειραγωγηθούν δια μέσου της τακτικής του καρότου και του μαστίγιου. Όμως, ενώ στην πρώτη περίπτωση οι συνέπειες αυτές μπορούν να αναχθούν σε συγκεκριμένα άτομα ως δράστες, στη δεύτερη περίπτωση αυτό δεν έχει πλέον νόημα. Μπορεί να μην υπάρχει κάποιο άτομο που να βλάπτει άμεσα ένα άλλο άτομο στη δομική βία. Η βία χτίζεται μέσα στη δομή και εμφανίζεται ως ανισότητα δύναμης και κατά συνέπεια ως άνισες ευκαιρίες στη ζωή(13).

Οι πόροι κατανέμονται άνισα, όπως όταν η διανομή εισοδήματος είναι δυσανάλογη σε μεγάλο βαθμό, παιδεία / βασική εκπαίδευση άνισα κατανεμημένες, ιατρικές υπηρεσίες που υπάρχουν μόνο σε ορισμένες περιοχές και για ορισμένες ομάδες, και ούτω καθεξής(14). Πάνω απ’ όλα, η εξουσία του να αποφασίζει κάποιος για τη διανομή των πόρων είναι άνισα κατανεμημένη(15). H κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο όταν τα άτομα χαμηλού εισοδήματος είναι επίσης χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης, έχουν χαμηλού επιπέδου υγεία, και μικρή εξουσία -όπως συμβαίνει συχνά, επειδή αυτά τα μεγέθη των κοινωνικών τάξεων τείνουν να συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας του τρόπου που είναι συνδεδεμένα με την κοινωνική δομή(16). Η Μαρξιστική Κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας τονίζει πως η εξουσία τού να αποφασίζει κάποιος για το πλεόνασμα από τη διαδικασία παραγωγής προορίζεται για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι οποίοι στη συνέχεια μπορούν να εξαγοράσουν τους εαυτούς τους σε κορυφαίες θέσεις σε όλα τα άλλα μεγέθη των κοινωνικών τάξεων επειδή τα χρήματα είναι σε υψηλό βαθμό ανταλλάξιμα σε μια καπιταλιστική κοινωνία -αν έχετε χρήματα να ανταλλάξετε, αυτό είναι. Η φιλελεύθερη κριτική της σοσιαλιστικής κοινωνίας ομοίως τονίζει πώς η εξουσία του να αποφασίζει κάποιος μονοπωλείται από μια μικρή ομάδα που μετατρέπει την εξουσία σε ένα τομέα σε εξουσία σε έναν άλλο τομέα απλώς επειδή η αντιπαράθεση δεν μπορεί να φτάσει στο στάδιο της αποτελεσματικής άρθρωσης.

Το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι αν οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα, όταν αυτό είναι αντικειμενικά αναπόφευκτο, τότε η βία διαπράττεται, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει σαφής σχέση υποκείμενου-πράξης-αντικείμενου, όπως κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας παλιότερα ή καμία τέτοια σαφής σχέσης, όπως ο τρόπος κατά τον οποίο είναι οργανωμένες σήμερα οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις(17). Έχουμε βαπτίσει τη διάκριση με δύο διαφορετικούς τρόπους, χρησιμοποιώντας τις λέξεις-ζεύγη προσωπική-δομική και άμεση-έμμεση, αντίστοιχα. Βία με σαφή σχέση υποκειμένου-αντικειμένου είναι προφανής, διότι είναι ορατή η πράξη. Αντιστοιχεί με τις ιδέες μας για το τι είναι δράμα, και αυτό είναι προσωπική γιατί υπάρχουν πρόσωπα που διαπράττουν τη βία. Είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό και να εκφραστεί προφορικά, δεδομένου ότι έχει την ίδια δομή με στοιχειώδεις φράσεις (τουλάχιστον ινδοευρωπαϊκών) γλωσσών: υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, όπου και το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι πρόσωπα. Βία χωρίς τη σχέση αυτή είναι δομική, οικοδομημένη μέσα στη δομή. Έτσι, όταν ένας σύζυγος χτυπάει τη γυναίκα του, υπάρχει μια ξεκάθαρη περίπτωση προσωπικής βίας, αλλά όταν ένα εκατομμύριο σύζυγοι κρατούν ένα εκατομμύριο γυναίκες στην αμάθεια υπάρχει δομική βία. Αντίστοιχα, σε μια κοινωνία όπου το προσδόκιμο ζωής είναι διπλάσιο στις ανώτερες τάξεις από ότι στις χαμηλότερες, η βία ασκείται ακόμη και αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που μπορεί κανείς να επισημάνει ως άμεση επίθεση τους άλλους, όπως όταν ένα άτομο σκοτώνει ένα άλλο.

Για να μην εξαντλήσουμε τη λέξη βία πρέπει μερικές φορές να αναφερόμαστε στον όρο της δομικής βίας ως κοινωνική αδικία(18). Ο όρος «εκμετάλλευση» δεν θα χρησιμοποιηθεί, για διάφορους λόγους. Πρώτον, ανήκει σε ένα πολιτικό λεξιλόγιο, και έχει τόσες πολλές πολιτικές και συναισθηματικές αποχρώσεις που η χρήση του όρου αυτού πολύ δύσκολα θα διευκολύνει την επικοινωνία. Δεύτερον, ο ίδιος ο όρος προσφέρεται πολύ εύκολα για εκφράσεις που αφορούν το ρήμα εκμεταλλεύομαι, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει την προσοχή μακριά από τη δομική στην αντίθετη προσωπική φύση του φαινομένου αυτού -και ακόμη να οδηγήσει σε συχνά αβάσιμες κατηγορίες όσον αφορά τη σκόπιμη δομική βία(19).

Η πέμπτη διάκριση που πρέπει να γίνει είναι ανάμεσα στη βία που είναι σκόπιμη ή ακούσια. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική όταν είναι να αποφασιστεί η ενοχή, δεδομένου ότι η έννοια της ενοχής έχει συνδεθεί περισσότερο με την πρόθεση, τόσο στην Ιουδαίο-Χριστιανική ηθική όσο και στη Ρωμαϊκή νομολογία, παρά με τη συνέπεια (σε αντίθεση με τον σημερινό ορισμό της βίας που βρίσκεται εντελώς στην πλευρά της συνέπειας). Αυτή η σύνδεση είναι σημαντική γιατί φέρνει στο προσκήνιο μια παρούσα τάση στην εκτενή μελέτη της βίας, της ειρήνης, και σχετικών εννοιών: ηθικά συστήματα που στρέφονται κατά της σκόπιμης βίας εύκολα θα αποτύχουν να συλλάβουν τη δομική βία στα δίχτυα τους -και μπορεί, επομένως, να πιάσουν το μικρό ψάρι και να αφήσουν να χαθεί το μεγάλο ψάρι. Από αυτή την πλάνη δεν προκύπτει, στο μυαλό μας, ότι η αντίθετη πλάνη που κατευθύνει την προσοχή κατά της δομικής βίας έχει αναδειχθεί σε σοφία. Αν υπάρχει ανησυχία για την ειρήνη και ειρήνη είναι η απουσία της βίας, τότε η δράση θα πρέπει να στρέφεται τόσο κατά της προσωπικής, όσο και της δομικής βίας. Ένα σημείο που θα αναπτυχθεί παρακάτω.

Έκτο, υπάρχει η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε δύο επίπεδα βίας, τη φανερή και τη λανθάνουσα(20). Η φανερή βία, είτε προσωπικού είτε δομικού χαρακτήρα, είναι παρατηρήσιμη. Μολονότι όχι άμεσα, δεδομένου ότι η θεωρητική έννοια της «εν δυνάμει πραγμάτωσης» μπαίνει και αυτή στο κάδρο. Κρυφή βία είναι κάτι που δεν βρίσκεται εκεί, αλλά θα μπορούσε εύκολα να προκύψει. Εφόσον η βία εξ ορισμού είναι η αιτία της διαφοράς (ή της διατήρησης της μη-μείωσης) μεταξύ των πραγματικών και δυνητικών πραγματώσεων, η αυξημένη βία μπορεί να προκύψει από τις αυξήσεις στο δυνητικό, καθώς και από τις μειώσεις στο πραγματικό επίπεδο. Ωστόσο, θα περιοριστούμε στην τελευταία και θα πούμε ότι υπάρχει συγκαλυμμένη βία όταν η κατάσταση είναι τόσο ασταθής που το επίπεδο της πραγματικής πραγμάτωσης μειώνεται «εύκολα». Για την προσωπική βία αυτό θα σήμαινε μια κατάσταση όπου μια μικρή πρόκληση θα διέγειρε σημαντικό αριθμό σκοτωμών και αγριοτήτων, όπως συμβαίνει συχνά σχετικά με φυλετικές διαμάχες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, χρειαζόμαστε έναν τρόπο για να εκφράσουμε ότι η προσωπική βία υπάρχει εκεί επίσης την ημέρα, την ώρα, το λεπτό, το δευτερόλεπτο πριν από την πρώτη βόμβα, πυροβολισμό, γροθιά-διαμάχη, κραυγή -και αυτό είναι που η έννοια της κρυφής, προσωπικής βίας κάνει για μας. Υποδεικνύει μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, όπου το επίπεδο της πραγματικής πραγμάτωσης δεν προστατεύεται επαρκώς απέναντι στη χειροτέρευση από την υποστήριξη των μηχανισμών.

Ομοίως με τη δομική βία: θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σχετικά ισότιμη δομή που δεν προστατεύεται επαρκώς έναντι μιας ξαφνικής φεουδοποίησης, έναντι μιας κρυσταλλοποίησης σε μια πολύ πιο σταθερή, ακόμα και απολιθωμένη, ιεραρχική δομή. Μια επανάσταση που προκλήθηκε μέσω μιας ιδιαίτερα ιεραρχικής στρατιωτικής οργάνωσης μπορεί μετά από μια λαμπρή περίοδο ισότητας, και μετά από μια μεγάλη πρόκληση, να επανέλθει σε μια ιεραρχική δομή. Ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό, βέβαια, είναι να αποφεύγονται οι ιεραρχικές οργανώσεις, να καταπολεμούνται οι οργανώσεις στα πρώτα τους βήματα, και η χρήση μη-βίαιων αντιιεραρχικών οργανώσεων ανταρτών στον αγώνα έτσι ώστε να επιτραπεί στα μέσα να είναι μια προεπισκόπηση του στόχου της ισότητας(21).

Με αυτό ολοκληρώνεται ο κατάλογος των διαστάσεων της βίας, αν και πολλά περισσότερα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν. Ένα ερώτημα που προκύπτει άμεσα είναι αν οποιοσδήποτε συνδυασμός από αυτές τις έξι διχοτομίες μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Η δομική βία χωρίς αντικείμενα έχει επίσης νόημα. Η περικοπή της πλήρους σχέσης της βίας μπορεί να επεκταθεί τόσο πολύ ώστε να εξαλείψει το ίδιο και τα δύο, υποκείμενα και αντικείμενα. Η προσωπική βία έχει νόημα ως μια απειλή, μια διαδήλωση ακόμη και όταν κανείς δεν έχει χτυπηθεί, και η δομική βία έχει επίσης νόημα ως ένα σχεδιάγραμμα, ως μια αφηρημένη μορφή χωρίς κοινωνική ζωή, που χρησιμοποιείται για να απειλεί τους ανθρώπους ώστε να υποταγούν: αν δεν κάτσετε καλά, θα πρέπει να επαναφέρουμε όλες τις δυσάρεστες δομές που είχαμε πριν.

Χωρίς να λάβουμε υπόψη την αρνητική-θετική διάκριση, ως λιγότερο σημαντική στο πλαίσιο αυτό, καταλήγουμε ουσιαστικά στην τυπολογία όπου η βία διακρίνεται σε σκόπιμη και μη σκόπιμη, φανερή και κρυφή. Στον επόμενο βαθμό διάκρισης μπορεί να υπάρχει η προσωπική και δομική βία όπου και οι δύο διακρίνονται στη φυσική και ψυχολογική με ή χωρίς αντικείμενα.

Εάν τώρα η ειρήνη θεωρείται ως απουσία της βίας, τότε η σκέψη για την ειρήνη (και κατά συνέπεια για την έρευνα για την ειρήνη και τη δράση για την ειρήνη), θα είναι δομημένη με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόμαστε τη βία. Και η πίτα της βίας μπορεί προφανώς να κοπεί με διάφορους τρόπους.

Η παράδοση έχει τη βία ως προσωπική βία μόνο, με μια σημαντική υποδιαίρεση από την πλευρά της «βίας ενάντια της απειλής της βίας», μια άλλη πλευρά του «φυσικού ενάντια του ψυχολογικού πολέμου», ακόμη μία (σημαντική στην ηθική και νομική σκέψη) για «τη σκόπιμη ενάντια στην ακούσια», και ούτω καθεξής. Η επιλογή εδώ είναι να γίνει η βασική διάκριση μεταξύ της προσωπικής και δομικής βίας. Η αιτιολόγηση έχει παρουσιαστεί (1) υπό τη μορφή μιας ενωτικής προοπτικής (η αιτία της διαφοράς μεταξύ της εν δυνάμει και της πραγματικής πραγμάτωσης) και (2) αναφέροντας ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι η δομική βία σημαίνει λιγότερο πόνο από την προσωπική βία.

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι η προσοχή έχει επικεντρωθεί περισσότερο στην προσωπική από ό,τι στη δομική βία. Η προσωπική βία φαίνεται(22). Το αντικείμενο της προσωπικής βίας αντιλαμβάνεται τη βία, συνήθως, και μπορεί να παραπονιέται -το αντικείμενο της δομικής βίας μπορεί να πειστεί να μην το αντιλαμβάνεται αυτό καθόλου. Η προσωπική βία αντιπροσωπεύει αλλαγή και δυναμισμό -όχι μόνο κυματισμούς σε κύματα, αλλά κύματα σε ήρεμα κατά τα άλλα νερά. Η δομική βία είναι αθόρυβη, δεν φαίνεται -είναι ουσιαστικά στατική, είναι τα ήρεμα νερά. Σε μια στατική κοινωνία, η προσωπική βία θα καταγραφεί, ενώ η δομική βία μπορεί να θεωρηθεί ως τόσο φυσική όσο και ο αέρας γύρω μας. Αντίθετα: σε μια ιδιαίτερα δυναμική κοινωνία, η προσωπική βία μπορεί να θεωρηθεί ως λανθασμένη και βλαβερή, αλλά εντούτοις κατά κάποιο τρόπο σύμφωνη με την τάξη πραγμάτων, ενώ η δομική βία γίνεται εμφανής γιατί ξεχωρίζει σαν ένας τεράστιος βράχος σε ένα ρυάκι, που εμποδίζει την ελεύθερη ροή, δημιουργώντας όλων των ειδών τις δίνες και τις αναταραχές Κατά συνέπεια, ίσως δεν είναι τόσο περίεργο το γεγονός ότι η σκέψη για την προσωπική βία (στην Ιουδαϊκή – Χριστιανική – Ρωμαϊκή παράδοση) πήρε πολλά από τη σημερινή της μορφή σε αυτό που σήμερα θα θεωρούσαμε ουσιαστικά ως στατικές κοινωνικές τάξεις, ενώ η σκέψη για τη δομική βία (στη Μαρξιστική παράδοση) διαμορφώθηκε στις ιδιαίτερα δυναμικές βορειοδυτικές Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Με άλλα λόγια, αντιλαμβανόμαστε τη δομική βία ως κάτι που δείχνει μια κάποια σταθερότητα, ενώ η προσωπική βία (π.χ. όπως μετριέται από τις απώλειες που προκαλούνται από τη σύγκρουση ομάδων σε γενικές γραμμές και από τον πόλεμο ειδικότερα) παρουσιάζει τεράστιες διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου.

Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ταυτολογικό. Ένας τύπος βίας που οικοδομείται μέσα στην κοινωνική δομή θα πρέπει να εμφανίζει μια ορισμένη σταθερότητα: κοινωνικές δομές ίσως μερικές φορές να αλλάξουν εν μία νυκτί, αλλά δεν μπορούν πολύ συχνά να αλλάξουν τόσο γρήγορα. Η προσωπική βία, η οποία σε μεγαλύτερο βαθμό θεωρείται ως αντικείμενο των ιδιοτροπιών και των επιθυμιών των ατόμων, πρέπει να παρουσιάζει λιγότερη σταθερότητα. Ως εκ τούτου, η προσωπική βία μπορεί να παρατηρηθεί πιο εύκολα, μολονότι τα «ήρεμα νερά» της δομικής βίας μπορεί να περιέχουν πολύ περισσότερη βία. Για το λόγο αυτό, θα περιμέναμε μια εστιασμένη ή προσωπική βία σε μεταπολεμικές περιόδους, από φόβο μήπως καταλήξουν να γίνουν μεσοπολεμικές περίοδοι. Και αν οι περίοδοι παραταθούν επαρκώς ώστε να ξεχαστεί εν μέρει το μεγαλύτερο ξέσπασμα της προσωπικής βίας, θα περιμέναμε αύξηση της δομικής βίας, υπό τον όρο ότι οι κοινωνίες είναι αρκετά δυναμικές για να κάνουν την οποιαδήποτε σταθερότητα να προβάλλεται με κάποιο τρόπο ως αφύσικη(23).

3. Τα μέσα της προσωπικής και δομικής βίας

Για να γίνει αυτή η διάκριση λιγότερο αφηρημένη, ας διερευνήσουμε τώρα πώς η προσωπική και η δομική βία λαμβάνει χώρα, στην πραγματικότητα. Ξεκινώντας με την προσωπική βία, συγκεντρωνόμαστε στην «πραγματική σωματική πραγμάτωση»: πώς μπορεί να μειωθεί ή να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα στα χέρια κάποιου άλλου; Το ερώτημα είναι απλό, όπως και οι απαντήσεις, δεδομένου ότι προτείνουν μια φονξιοναλιστική προσέγγιση στο πρόβλημα της βίας. Υπάρχει ένα καλά καθορισμένο έργο που πρέπει να γίνει, αυτό του να προκληθεί σωματική βλάβη στους άλλους, και υπάρχουν διαθέσιμα άτομα για να το κάνουν. Αλλά αυτό είναι μια σχέση παραγωγής, γεγονός που υποδηλώνει μια «ανάπτυξη», όπως ακριβώς και στον οικονομικό τομέα της κοινωνίας, με την εισαγωγή όλο και πιο εκλεπτυσμένων εργαλείων και διαφοροποιημένων κοινωνικών οργανώσεων –μόνο που τα εργαλεία σε αυτή την περίπτωση αναφέρονται ως όπλα ή πολεμικός εξοπλισμός, και η οργάνωση δεν καλείται ως εργαστήριο ή εργοστάσιο, αλλά ως μια συμμορία ή ένας στρατός.

Μια τυπολογία της προσωπικής, φυσικής βίας μπορεί τώρα να αναπτυχθεί εστιάζοντας στα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, αρχίζοντας από το ίδιο το ανθρώπινο σώμα (στις στοιχειώδεις μορφές πάλης με γροθιές και τις πιο προηγμένες μορφές, όπως Kαράτε και Αϊκίντο), συνεχίζοντας με όλα τα είδη όπλων καταλήγοντας, μέχρι στιγμής, στα πυρηνικά όπλα. Μια άλλη προσέγγιση θα χρησιμοποιούσε τη μορφή της οργάνωσης, αρχίζοντας από το μεμονωμένο άτομο, προχωρώντας μέσω του όχλου και του πλήθους να καταλήξει σε οργανώσεις ανταρτών ή σε ετοιμοπόλεμο στρατό. Αυτές οι δύο προσεγγίσεις σχετίζονται: όπως ακριβώς στους οικονομικούς οργανισμούς, τα μέσα και ο τρόπος παραγωγής (εδώ άμεση, σωματική βία) εξαρτώνται το ένα από το άλλο, και αν κάποιος μείνει πίσω, θα προκύψει σύγκρουση. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις μαζί θα απέδιδαν την ιστορία των στρατιωτικών εχθροπραξιών ως ειδική περίπτωση, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της σωματικής βίας δεν είναι στρατιωτική. Η προσέγγιση θα ήταν συσωρευτική για ένα όπλο ή μια τεχνική, και μια μορφή οργάνωσης, αφού θα έχει αναπτυχθεί μπορεί να ξεπεραστεί αλλά δεν εξαλείφεται. Ως εκ τούτου αυτή η τυπολογία δεν θα ήταν συστηματική, αλλά πάντα ανοιχτή για να καταγράψει τις νέες εξελίξεις.

Μια πιο συστηματική προσέγγιση μπορεί να επιτευχθεί με την εξέταση του στόχου: το ανθρώπινο ον. Είναι σχετικά γνωστό ανατομικά (δομικά) και φυσιολογικά (λειτουργικά), έτσι ώστε μπορούν να αναπτυχθούν τυπολογίες σε αυτή τη βάση.

Μια αρχική τυπολογία θα μπορούσε να είναι σύμφωνα με τον Πίνακα 1. Η βασική διάκριση δεν είναι κατηγορηματική, αλλά παρόλα αυτά είναι χρήσιμη: αφενός είναι να προσπαθήσει κανείς να καταστρέψει την ίδια τη μηχανή (το ανθρώπινο σώμα), αφετέρου να προσπαθήσει να αποτρέψει τη μηχανή από το να λειτουργήσει. Το τελευταίο μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: την άρνηση εισαγωγής (πηγών ενέργειας γενικά, αέρα, νερού και τροφίμων στην περίπτωση του σώματος), και την άρνηση της παραγωγής (κίνησης). Η ανθρώπινη παραγωγή μπορεί να είναι σωματική, καταγεγραμμένη εξωτερικά ως κίνηση (με τη στάση ως οριακή περίπτωση) ή πνευματική μη καταγεγραμμένη άμεσα εξωτερικά (μόνο από δείκτες με τη μορφή κινήσεων, συμπεριλαμβανομένων των κινήσεων των φωνητικών χορδών). Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ σωματικής και ψυχολογικής προσωπικής βίας δεν είναι πολύ σαφής, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να επηρεάσει τις φυσικές κινήσεις μέσω ψυχολογικών τεχνικών, και το αντίστροφο: οι φυσικοί περιορισμοί έχουν σίγουρα ψυχικές επιπτώσεις.

Πίνακας 1. Μια τυπολογία της Προσωπικής Σωματικής Βίας

Με εστίαση στην ανατομία Με εστίαση στην ψυχολογία
1.σύγκρουση (πάλη με γροθιές, ρίψη αντικειμένων) 1.άρνηση παροχής αέρα (πνίξιμο, στραγγαλισμός)
2.τράβηγμα (απαγχονισμός, τέντωμα, κόψιμο) 2. άρνηση παροχής νερού (αφυδάτωση)
3.τρύπημα (μαχαίρια, λόγχες, σφαίρες) 3.άρνηση παροχής φαγητού (ασιτία λόγω αποκλεισμού, εμπάργκο)
4.κάψιμο (εμπρησμός, φωτιά, φλογοβόλο) 4.ακινησίαα. λόγω περιορισμού του σώματος (αλυσίδες, αναισθητικό αέριο)
5.δηλητηριασμός (στο νερό και στο φαγητό, στα αέρια) β. λόγω περιορισμού του χώρου (φυλάκιση, περιορισμός, εξορία)
6.εξάτμιση (όπως σε πυρηνική έκρηξη) γ. λόγω ελέγχου της σκέψης (αέρια νεύρων, «πλύση εγκεφάλου)

Στον Πίνακα 1, μερικές από τις τεχνικές έχουν αναφερθεί σε παρένθεση. Πρέπει να προστεθεί εδώ μια σημείωση για τις εκρήξεις. Κατ’ αρχήν, είναι δύο ειδών: αυτές μέσω εκτόξευσης πυραύλων και αυτές άμεσης επίδρασης στα ανθρώπινα σώματα. Οι εκρήξεις χρησιμοποιούνται πολύ για τον τελευταίο σκοπό επειδή συνδυάζουν τις ανατομικές μεθόδους: μια τυπική βόμβα θα συνδυάσει το 1 και το 2˙ προσθέστε κάποια θραύσματα και τακτοποιείται και το 3˙ προσθέστε μερικές απλές χημικές ουσίες, έτσι ώστε να γίνει μια εμπρηστική βόμβα και υπολογίστε και το 4˙ με μερικά αέρια θα συμπεριληφθεί και το 5 και εάν, επιπλέον, το κατασκεύασμα γίνει με πυρηνική ενέργεια είναι το επιστέγασμα, το 6 –προφανώς για πάντα, τουλάχιστον θεωρητικά, δεδομένου ότι είναι δύσκολο συστημικά να απαλειφθεί μια εφεύρεση, μπορεί μόνο να κατασταλεί. Νέα όπλα μπορούν πάντα να εφευρίσκονται, με βάση έναν ή οποιοδήποτε συνδυασμό των αρχών του Πίνακα. Αλλά υπάρχει επίσης χώρος για την πιο βασική καινοτομία: την εισαγωγή μιας νέας αρχής.

Είναι άραγε δυνατή τώρα η δημιουργία μιας αντίστοιχης τυπολογίας για τη δομική βία; Αν δεχτούμε ότι ο γενικός τύπος πίσω από τη δομική βία είναι η ανισότητα, προπαντός στην κατανομή της εξουσίας, τότε αυτό μπορεί να μετρηθεί· και η ανισότητα φαίνεται να έχει μεγάλη ικανότητα επιβίωσης παρά τις τεράστιες αλλαγές αλλού(24). Αλλά εάν η ανισότητα εξακολουθεί να υπάρχει, τότε μπορούμε να ρωτήσουμε: ποιοι παράγοντες, εκτός από την προσωπική βία και την απειλή της προσωπικής βίας, τείνουν να διατηρούν την ανισότητα; Προφανώς, όπως ακριβώς η στρατιωτική επιστήμη και συναφή αντικείμενα θα είναι απαραίτητα για την κατανόηση της προσωπικής βίας, έτσι θα είναι η επιστήμη της κοινωνικής δομής, και ιδιαίτερα της διαστρωμάτωσης, απαραίτητη για την κατανόηση της δομικής βίας.

Αυτή δεν είναι η ευκαιρία για να αναπτύξουμε γενικές θεωρίες της κοινωνικής δομής, αλλά ορισμένες ιδέες είναι απαραίτητες για να προσεγγίσουμε κάποιους από τους μηχανισμούς. Οι πιο θεμελιώδεις είναι οι ιδέες του δράστη, του συστήματος, της δομής, της τάξης και του επιπέδου. Οι δράστες επιδιώκουν στόχους, και οργανώνονται σε συστήματα υπό την έννοια ότι αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ωστόσο, για δύο δράστες, π.χ. δύο έθνη, μπορεί συνήθως να θεωρηθεί ότι υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους σε περισσότερα από ένα συστήματα· όχι μόνο συνεργάζονται, πολιτικά π.χ. ανταλλάσοντας ψήφους στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αλλά και οικονομικά από το εμπόριο προϊόντων και πολιτισμικά από την ανταλλαγή ιδεών. Το σύνολο όλων αυτών των συστημάτων αλληλεπίδρασης, για ένα δεδομένο σύνολο δραστών, μπορεί στη συνέχεια να αναφέρεται ως μια δομή. Και σε μια δομή ένας δράστης μπορεί να έχει υψηλή θέση σε ένα σύστημα, χαμηλή στο επόμενο, και έπειτα υψηλή σε ένα τρίτο· ή δράστες μπορεί να έχουν είτε σταθερά υψηλές θέσεις είτε σταθερά χαμηλές θέσεις.

Ωστόσο, αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά έναν δράστη, π.χ. ένα έθνος, θα είμαστε πολύ συχνά σε θέση να το δούμε ως μια δομή από μόνη της, αλλά μια ολοκληρωμένη δομή, δεδομένου ότι είναι σε θέση να εμφανίζεται ως δράστης. Αυτή η οπτική ως «κινέζικα κουτιά» των δραστών είναι πολύ σημαντική, και οδηγεί στην έννοια του επιπέδου των δραστών. Υπάρχουν τρεις πολύ σημαντικές ερμηνείες:(25)

– όσον αφορά τις περιοχές: ένα έθνος μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο περιοχών, που με τη σειρά τους η κάθε μια θεωρείται ως ένα σύνολο δήμων, οι οποίοι στη συνέχεια ο καθένας θεωρείται ως ένα σύνολο ατόμων·

– όσον αφορά τις οργανώσεις: ένα εργοστάσιο μπορεί συχνά να θεωρηθεί ως μια γραμμή παραγωγής με υπο-εργοστάσια που τροφοδοτούν τη γραμμή παραγωγής με τα προϊόντα τους, που στο τέλος καταλήγουν στο μεμονωμένο εργαζόμενο.

– όσον αφορά τους συλλόγους: μπορεί συχνά να θεωρηθεί ότι αποτελούνται από τοπικά παραρτήματα, που καταλήγουν σε μεμονωμένα μέλη.

Σε όλα αυτά τα συστήματα, υπάρχει αλληλεπίδραση, και όπου υπάρχει αλληλεπίδραση, η αξία κατά κάποιο τρόπο ανταλλάσσεται. Στη συνέχεια, έχει μεγάλη σημασία να μελετηθεί τι είναι η αξία διανομής, αφού το σύστημα έχει λειτουργήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, και έχει γίνει η ουσιαστική διάκριση μεταξύ της ισότητας και ανισότητας των διανομών.

Μπορούμε να αναφέρουμε τώρα έξι παράγοντες που εξυπηρετούν τη διατήρηση ανισότητας των διανομών, και, κατά συνέπεια, μπορούν να θεωρηθούν ως μηχανισμοί της δομικής βίας:

1. Γραμμική σειρά κατάταξης – η κατάταξη είναι πλήρης, χωρίς να αφήνει καμία αμφιβολία ως προς το ποιος είναι υψηλότερος σε κάθε ζεύγος δραστών·

2. Ένα κυκλικό μοτίβο αλληλεπίδρασης – όλοι οι δράστες συνδέονται, αλλά μόνο προς μια κατεύθυνση – υπάρχει μόνο μια «σωστή» διαδρομή αλληλεπίδρασης·

3. Συσχέτιση μεταξύ κατάταξης και κεντρικής θέσης – όσο υψηλότερη είναι η κατάταξη του δράστη στο σύστημα, τόσο πιο κεντρική είναι η θέση του στο δίκτυο αλληλεπίδρασης·

4. Αντιστοιχία μεταξύ των συστημάτων – τα δίκτυα αλληλεπίδρασης είναι δομικά παρόμοια.

5. Συμφωνία ανάμεσα στη θέση κατάταξης – αν ένας δράστης έχει υψηλή θέση σε ένα σύστημα τότε τείνει να έχει υψηλή και σε άλλο σύστημα, όπου συμμετέχει και

6. Υψηλός βαθμός σύζευξης μεταξύ των επιπέδων – έτσι ώστε ο δράστης στο επίπεδο n-1, εκπροσωπείται στο επίπεδο n μέσα από την υψηλότερη κατάταξη δράστη στο επίπεδο n-1.

Οι παράγοντες μπορούν καλύτερα να γίνουν κατανοητοί με το να εξετάσουν σε κάποιο βαθμό την άρνηση τους, αρχίζοντας από το τελευταίο.

Έτσι, φανταστείτε ότι ένα έθνος κυβερνάται από ένα οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, αλλά έχει πολύ μικρότερο πολιτικό κεφάλαιο μέσω του οποίου πραγματοποιείται η περισσότερη πολιτική αλληλεπίδραση στο διεθνές σύστημα. Αυτό θα έτεινε να διανείμει τη δύναμη σε επίπεδο πόλεων δεδομένου ότι η σύζευξη δεν είναι στο υψηλότερο σημείο. Ομοίως, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο βασικός δρόμος από την πρωτεύουσα σε μια περιοχή δεν συνδέθηκε απευθείας με το σημαντικότερο σημείο της περιοχής αλλά με κάποιο περιφερειακό σημείο· όπως όταν μια κυβέρνηση δεν εκπροσωπείται στο εξωτερικό από τον Πρόεδρο ή τον Πρωθυπουργό, αλλά από τον Υπουργό Εξωτερικών – ή κάποιον υπό-παράγοντα, όχι από τον διευθυντή, αλλά από τον αντιπρόσωπό του. Αλλά πολύ συχνά ο κορυφαίος φορέας στο επίπεδο n-1 γίνεται ο εκπρόσωπος σε επίπεδο n – με μια σειρά από συνέπειες(26).

Ομοίως, φανταστείτε ότι υπάρχει σημαντική ασυμφωνία κατάταξης, ακόμη και στο σημείο όπου αθροιστικά οι κατατάξεις των δραστών τείνουν να είναι σχετικά ισοδύναμες. Στην περίπτωση αυτή, τα πρότυπα ανισότητας θα είναι λιγότερο συνεκτικά και λιγότερο ενισχυμένα, και το ποσό της ανισορροπίας στο σύστημα θα τείνει επίσης να αναστατώσει οποιαδήποτε σταθερότητα. Επιπλέον, εάν τα συστήματα αυτά δεν είναι αντίστοιχα, αλλά διαφέρουν ως προς τη δομή, οι δράστες δεν θα γενικεύσουν τόσο εύκολα πρότυπα αλληλεπίδρασης, αλλά θα είναι πιο ευέλικτοι, λιγότερο αμετακίνητοι σε έναν τρόπο δράσης (για παράδειγμα τη δουλικότητα). Και αν ο δράστης με την υψηλότερη κατάταξη, δεν έχει απαραίτητα την πιο κεντρική θέση στο δίκτυο αυτό θα μειώσει τη δύναμή του, η οποία θα μπορούσε επίσης να μειωθεί εάν στους δράστες με χαμηλότερη κατάταξη τους επιτρεπόταν σε μεγαλύτερο βαθμό άμεση αλληλεπίδραση (όχι μόνο αλληλεπίδραση μέσω διαμεσολάβησης δραστών υψηλής κατάταξης). Τέλος: μη-γραμμική, πυραμιδική (επίσης γνωστή ως μερική) σειρά κατάταξης επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία, μεγαλύτερη ευελιξία στο σύστημα(27).

Πολλές προτάσεις μπορούν τώρα να αναπτυχθούν σχετικά με αυτό, μια βασική είναι ότι τα κοινωνικά συστήματα θα έχουν την τάση να αναπτύξουν και τους έξι μηχανισμούς, εκτός αν σκόπιμα και επίμονα εμποδίζονται να το πράξουν. Έτσι, το σχέδιο έχει οριστεί για την επιδείνωση της ανισότητας, σε ορισμένες δομές τόσο πολύ, ώστε οι χαμηλότερης κατάταξης δράστες να στερούνται όχι μόνο όσον αφορά τις δυνατότητες τους, αλλά ακόμα και τα απαραίτητα για το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης. Η ανισότητα τότε εμφανίζεται στη διαφορά των δεικτών νοσηρότητας και θνησιμότητας, μεταξύ των ατόμων σε μια περιοχή, μεταξύ των περιοχών σε ένα έθνος, και μεταξύ των εθνών στο διεθνές σύστημα – σε μια αλυσίδα αλληλένδετων φεουδαρχικών σχέσεων. Στερούνται πραγμάτων επειδή η δομή τούς στερεί ευκαιρίες για να οργανώσουν και να φέρουν τη δύναμή τους να σταθεί απέναντι στα μεγάλα αφεντικά, όπως το δικαίωμα ψήφου, η διαπραγματευτική δύναμη, η επιβλητική δύναμη, η βίαιη εξουσία –εν μέρει επειδή είναι κατακερματισμένοι και διαλυμένοι, εν μέρει επειδή είναι υπερθαμπωμένοι από όλες τις εξουσίες που τα μεγάλα αφεντικά κατέχουν.

Έτσι, το καθαρό αποτέλεσμα μπορεί να είναι σωματική βλάβη και στις δύο περιπτώσεις, αλλά η δομική βία θα καταγράφεται πιθανώς εξίσου συχνά ως ψυχολογική βία. Ως εκ τούτου, ιδιαίτερα διαφορετικά μέσα μπορεί να οδηγήσουν σε εξαιρετικά παρόμοια αποτελέσματα –ένα συμπέρασμα που πρέπει να διερευνηθεί αργότερα.

4. Η σχέση ανάμεσα στην προσωπική και δομική βία

Σε αυτή την ενότητα κάποιες παρατηρήσεις θα αφιερωθούν σε αυτή τη σχέση, σύμφωνα με αυτό το περίγραμμα:

1. Υπάρχει πράγματι μια διάκριση μεταξύ της προσωπικής και της δομικής βίας σε όλα;

2. Αν υπάρχει, ένα είδος βίας δεν προϋποθέτει την έκδηλη παρουσία κάποιου άλλου;

3. Εάν υπάρχουν αμιγή είδη, θα μπορούσε ωστόσο να ειπωθεί ότι έχουν την προϊστορία κάποιου άλλου είδους;

4. Εάν αυτό δεν συμβαίνει γενικά, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ένα είδος βίας προϋποθέτει την λανθάνουσα παρουσία κάποιου άλλου;

5. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ένα είδος είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την απουσία κάποιου άλλου;

6. Εάν αυτό δεν συμβαίνει γενικά, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ένα είδος είναι πολύ πιο σημαντικό ως προς τις συνέπειές του, από κάποιο άλλο;

Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο ερώτημα.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυτή η διάκριση δεν είναι καθόλου σαφής: αγνοεί πτυχές του δομικού στοιχείου στην προσωπική βία και το προσωπικό στοιχείο στη δομική βία. Αυτές οι σημαντικές προοπτικές ανακτώνται, εάν ένα άτομο θεωρείται ότι πήρε την απόφασή να ενεργήσει βίαια όχι μόνο στη βάση ατομικών του σκέψεων αλλά (και) βάσει των προσδοκιών που εμπίπτουν σε αυτόν ως πρότυπα που περιέχονται σε ρόλους, που περιέχονται σε καταστάσεις μέσα από τις οποίες θεσπίζει τον κοινωνικό του εαυτό˙ και, αν κάποιος βλέπει μια βίαιη δομή ως κάτι που είναι μία απλή αφηρημένη έννοια εκτός και αν υποστηριχτεί από τις ενέργειες, που αναμένονται από το κοινωνικό περιβάλλον ή μη, των ατόμων. Στη συνέχεια, όμως: δεν σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει πραγματική διάκριση σε όλα; Δεν μπορεί ένα άτομο που εμπλέκεται σε προσωπική βία να χρησιμοποιεί πάντα τις προσδοκίες από τις δομές ως δικαιολογία, και ένα πρόσωπο που υποστηρίζει τις εκμεταλλευτικές κοινωνικές δομές δεν έχει ευθύνη για αυτό;

Η διάκριση που, ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσα στη βία που πλήττει απευθείας τα άτομα, ως άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών άλλων σύμφωνα με τους τύπους του σχήματος 4, και τη βία που πλήττει αυτά έμμεσα, επειδή οι καταπιεστικές δομές (όπως αναλύεται στην προηγούμενη ενότητα) υποστηρίζονται από ενέργειες που συγκεντρώνονται και συντονίζονται από άτομα. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ αυτών των ενεργειών είναι η απάντηση. Το ζήτημα της ενοχής δεν είναι σίγουρα μια μεταφυσική ερώτηση˙ η ενοχή είναι ένα συναίσθημα τόσο αληθινό όσο και κάθε άλλο συναίσθημα, αλλά λιγότερο ενδιαφέρον. Το ερώτημα είναι μάλλον εάν η βία είναι δομημένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί μια άμεση, προσωπική σύνδεση μεταξύ ενός υποκειμένου και ενός αντικειμένου, ή μια έμμεση δομική σύνδεση, και όχι το πώς η σύνδεση αυτή γίνεται αντιληπτή από τα άτομα σε κάθε σκοπό του μέσου βίας. Οι αντικειμενικές συνέπειες, και όχι οι υποκειμενικές προθέσεις είναι το πρωταρχικό μέλημα.

Αλλά είναι άραγε η προσωπική και η δομική βία εμπειρικά, όχι μόνο λογικά, ανεξάρτητες η μία από την άλλη; Με δεδομένο ότι μπορεί να υπάρχει ένας συσχετισμός, έτσι ώστε οι δομές πλουσιοπάροχα επιδοτούμενες με δομική βία, συχνά μπορεί ακόμα να εμφανίζεται πάνω από το μέσο όρο συχνότητας της προσωπικής βίας, είναι δυνατόν να υπάρχει διάκριση σε ξεκάθαρους τύπους, να υπάρχει η μία χωρίς την άλλη; υπάρχουν δομές όπου η βία είναι αμετάβλητη σε κάθε άτομο, υπό την έννοια ότι η δομική βία εξακολουθεί να υφίσταται ανεξάρτητα από τις αλλαγές σε πρόσωπα; Και αντιστρόφως, υπάρχουν άτομα όπου η βία είναι αμετάβλητη στη δομή, υπό την έννοια ότι η προσωπική βία εξακολουθεί να υφίσταται ανεξάρτητα από τις αλλαγές στο δομικό πλαίσιο;

Η απάντηση φαίνεται να είναι ναι και στις δύο περιπτώσεις. Η τυπική φεουδαρχική δομή, με μια διαδοχή ενσωματωμένων ιεραρχιών στις σχέσεις μητρόπολης-δορυφόρου είναι σαφώς δομικά βίαιη ανεξάρτητα από το ποιος την επιτελεί και ανεξάρτητα από το επίπεδο συνειδητοποίησης των συμμετεχόντων: η βία χτίζεται μέσα στις δομές. Καμία προσωπική βία ή απειλή προσωπικής βίας δεν χρειάζεται. Και υπάρχουν άτομα που φαίνεται να είναι βίαια σε (σχεδόν) κάθε περιβάλλον –που συχνά αναφέρονται ως «θύτες». Χαρακτηριστικό τους είναι ακριβώς ότι φέρουν τη βίαιη τάση μαζί τους μακριά εκτός κάθε δομικού πλαισίου που θεωρείται λογικό από την κοινωνία στο σύνολό της, για το λόγο αυτό συχνά θα πρέπει να ιδρυματοποιηθούν (στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο, ανάλογα με το ποιους βασικούς κανόνες παραβίασαν πρώτα και πιο ξεκάθαρα). Ως εκ τούτου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι δύο μορφές της βίας είναι εμπειρικά ανεξάρτητες: η μία δεν προϋποθέτει την άλλη.

Αλλά από αυτό και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει αναγκαία (όχι μόνο επαρκής) αιτιώδης σχέση μεταξύ των δύο τύπων βίας, ή ότι ο ακόμα ισχυρότερος όρος της μονόδρομης γενικευτικής υπεραπλούστευσης δεν τηρείται. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι όλες οι περιπτώσεις της δομικής βίας μπορούν, με αυστηρότερο έλεγχο, να αναχθούν στην προσωπική βία στη διάρκεια της προϊστορίας τους. Μια κοινωνία εκμετάλλευσης που βασίζεται σε συστήματα κάστας ή φυλών θα πρέπει να θεωρηθεί ως η συνέπεια μιας εισβολής μεγάλης κλίμακας που αφήνει ένα λεπτό αλλά ισχυρό ανώτερο στρώμα της νικηφόρας ομάδας αφού ο θόρυβος της μάχης έχει σωπάσει. Ένας νταής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το αναπόφευκτο προϊόν της κοινωνικοποίησης σε μια βίαιη δομή: αυτός είναι ο επαναστάτης, ο συστηματικά ανεκπαίδευτος με άλλους τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων και των ματαιώσεων του, επειδή η δομή του τον αφήνει χωρίς εναλλακτικές λύσεις. Αυτή η δομική βία γεννά συχνά δομική βία, και η προσωπική βία γεννά συχνά προσωπική βία κανείς δεν το αμφισβητεί – αλλά το θέμα εδώ, θα έπρεπε να είναι η διασταύρωση μεταξύ των δύο. Με άλλα λόγια: ξεκάθαρες περιπτώσεις είναι ξεκάθαρες μόνο όσο η προϊστορία της περίπτωσης ή ακόμα και το δομικό πλαίσιό της έχουν βολικά ξεχαστεί.

Μακριά από την άρνηση ότι αυτά μπορεί να είναι γόνιμες προοπτικές τόσο για την έρευνα στο παρελθόν και την αιτιολογία της βίας, καθώς επίσης για την έρευνα στο μέλλον και τη θεραπεία για τη βία θα είχαμε την τάση να απορρίπτουμε τη θέση ότι η βία προϋποθέτει μια προϊστορία της βίας των ίδιων ή αντίθετων ειδών. Η άποψη αυτή είναι μια θεωρία αναπαραγωγής, και όπως όλες οι θεωρίες αναπαραγωγής αποτυγχάνει να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: πώς η πρόοδος δημιουργήθηκε μέσα σε όλα αυτά; και είναι άραγε αδύνατη μια αυθόρμητη γενιά βίας, ή όλες οι περιπτώσεις βίας είναι νόμιμοι απόγονοι άλλων περιπτώσεων βίας – που παραδίδονται από γενιά σε γενιά μέσω κάποιου είδους αποστολικής διαδοχής, που το περιεχόμενο όμως είναι περισσότερο σαν το «προπατορικό αμάρτημα»;

Ας πάρουμε πρώτα την περίπτωση της δομικής βίας. Εδώ μπορεί να υποστηριχθεί ότι ποτέ δεν θα έχουμε την τέλεια πρότυπη υπόθεση. Ας φανταστούμε ότι βασίζουμε τη σκέψη μας σε κάτι σαν αυτό: οι άνθρωποι, όταν αφεθούν στην απομόνωση (σε μια ομάδα συζήτησης, εγκαταλελειμμένοι σε ένα απομονωμένο νησί κ.λπ.) θα έχουν την τάση να διαμορφώνουν συστήματα όπου η κατάταξη, ή η διαφορική αξιολόγηση σχετικά με σταθερά πρότυπα αλληλεπίδρασης, που αναφέρονται ως καθεστώς, θα προκύψουν υψηλές θέσεις τείνουν να συγκεντρώνονται σε άτομα που έχουν ήδη κάποια υψηλά αξιώματα, και η αλληλεπίδραση τείνει να ρέει προς την κατεύθυνσή τους – ως εκ τούτου το καθαρό αποτέλεσμα είναι αργά ή γρήγορα μια φεουδαρχική δομή. Θα μπορούσε κανείς στη συνέχεια να αντιταχθεί: ναι, διότι αυτά τα πρόσωπα έχουν ήδη κοινωνικοποιηθεί σε τέτοιες δομές, και το μόνο που κάνουν είναι να προβάλουν τις εμπειρίες τους και τις συνήθειές τους, έτσι ώστε να δώσουν ζωή σε μια εμβρυϊκή δομή. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος γύρω από αυτό: τα ανθρώπινα όντα, για να είναι ανθρώπινα, θα πρέπει να αξιολογούνται από τους ανθρώπους, κατά συνέπεια θα υπάρχει πάντα ένα στοιχείο διαδοχής.

Ίσως, όμως, έχουμε επίσης υπόνοιες ότι η παραπάνω αιτιολογία ισχύει ακόμα και σε συνθήκες άγραφου πίνακα, διότι κατά πάσα πιθανότητα συνδέεται με το γεγονός (1) ότι τα άτομα είναι διαφορετικά και (2) ότι οι διαφορές αυτές κατά κάποιον τρόπο είναι σημαντικές για τη συμπεριφορά αλληλεπίδρασης τους. Ως εκ τούτου, απαιτούνται ειδικά μέτρα για την πρόληψη του σχηματισμού φεουδαρχικών δομών: η δομική βία φαίνεται να είναι πιο «φυσική» από τη δομική ειρήνη. Και ομοίως με την προσωπική βία: είναι δύσκολο να δούμε πώς ακόμη και η πλέον εξισωτική δομή θα είναι επαρκής για την πρόληψη κρουσμάτων βίας, είτε προέρχονται από συγκρούσεις είτε όχι. Η προσωπική βία είναι ίσως πιο «φυσική» από την προσωπική ειρήνη. Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι μια δομή με ανισότητες είναι ένας ενσωματωμένος μηχανισμός ελέγχου των συγκρούσεων, ακριβώς επειδή είναι ιεραρχική, και ότι μια εξισωτική δομή θα φέρει στο προσκήνιο πολλές νέες συγκρούσεις που παραμένουν συγκαλυμμένες σε μια φεουδαρχική δομή.

Κάποιος θα μπορούσε τώρα να προχωρήσει λέγοντας ότι ακόμη κι αν ένα είδος βίας δεν προϋποθέτει την προφανή παρουσία άλλου είδους βίας, ούτε συγχρονικά, ούτε διαχρονικά, υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα ότι η προφανής δομική βία προϋποθέτει κρυφή προσωπική βία. Όταν η δομή απειλείται, αυτοί που επωφελούνται από τη δομική βία, προπαντός αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή, θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν το κατεστημένο τόσο καλά με στόχο να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Παρατηρώντας τις δραστηριότητες διαφόρων ομάδων και ατόμων, όταν μια δομή απειλείται, και ειδικότερα παρατηρώντας ποιος συντρέχει για τη διάσωση της δομής, εισάγεται μια δοκιμή λειτουργίας η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ταξινομήσει τα μέλη της δομής, από την άποψη του ενδιαφέροντος τους για τη διατήρηση της δομής. Η συμμετοχή, η οποία δεν διαφαίνεται με σαφήνεια σε περιόδους ανεμπόδιστης διατήρησης, έρχεται στην επιφάνεια όταν υπάρχει αναταραχή. Αλλά κανείς πρέπει να παρατηρήσει προσεκτικά, εκείνοι που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση του κατεστημένου μπορεί να μην εκδηλώνονται ανοιχτά για την υπεράσπιση της δομής: μπορεί να προβάλουν τους μισθοφόρους τους μπροστά από αυτούς(28). Με άλλα λόγια, μπορεί να κινητοποιήσουν την αστυνομία, το στρατό, τους κακοποιούς, γενικότερα τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ενάντια στις πηγές της διαταραχής, και να διατηρήσουν τους ίδιους σε πιο διακριτή, απόκεντρη απομόνωση από την αναταραχή της προσωπικής βίας. Και μπορούν να το κάνουν αυτό ως προέκταση της δομικής βίας: η βία που διαπράττεται από την αστυνομία είναι προσωπική σύμφωνα με τον ορισμό μας, αλλά καλούνται σε δράση από τις βαθιά ριζωμένες προσδοκίες στη δομή – δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αναλάβουν μια ενδιάμεση μεταβλητή της πρόθεσης . Κάνουν απλά τη δουλειά τους.

Ίσως η άποψη αυτή είναι γενικά ιδιαίτερα βάσιμη, ακόμη και αν αυτό μπορεί να θέσει σε δεύτερη μοίρα τη σημασία διάφορων παραγόντων:

1. ο βαθμός σύμφωνα με τον οποίο τα «εργαλεία της καταπίεσης», μπορεί να έχουν εσωτερικεύσει την καταπιεστική δομή, έτσι ώστε η προσωπική τους βία να είναι μια έκφραση εσωτερικευμένης βίας, κι όχι μόνο θεσμοθετημένων κανόνων

2. ο βαθμός σύμφωνα με τον οποίο εκείνοι που επωφελούνται από τη δομική βία μπορεί να έχουν οι ίδιοι σοβαρές και ειλικρινείς αμφιβολίες σχετικά με αυτή τη δομή και να προτιμήσουν να την δουν να αλλάζει, ακόμα και εις βάρος τους

3. ο βαθμός σύμφωνα με τον οποίο η «πρόκληση της δομής» μπορεί να είναι μια προσωπική αντιπαράθεση με την αστυνομία κ.λπ. περισσότερο απ’ ό,τι με τη δομή, και να αποκαλύψει περισσότερα για τη δυναμική των διαπροσωπικών σχέσεων παρά για την ίδια τη δομή(29).

4. ο βαθμός σύμφωνα με τον οποίο όλα τα μέλη σε μια βίαιη δομή, όχι μόνο τα μεγάλα αφεντικά, συμβάλλουν στην λειτουργία της και ως εκ τούτου, είναι όλοι υπεύθυνοι, δεδομένου ότι μπορεί να κλονιστούν τα πάντα εξαιτίας της μη συνεργασίας τους.

Αλλά αυτά τα σημεία είναι δευτερεύουσας σημασίας τα κοινωνικά ζητήματα ποτέ δεν γίνονται αντιληπτά με απλοϊκές διατυπώσεις. Πιο σημαντικό είναι το κατά πόσο μπορεί κανείς να αλλάξει επίσης την πρόταση και να αποκτήσει κάποια επίγνωση λέγοντας ότι η φανερή προσωπική βία προϋποθέτει λανθάνουσα δομική βία –το οποίο δεν είναι το ίδιο με το να λέμε ότι προϋποθέτει φανερή δομική βία. Η ιδέα θα ήταν αυτή μιας εξισωτικής δομής που διατηρείται μέσω της προσωπικής βίας, έτσι ώστε όταν αυτή η μορφή βίας αμφισβητηθεί μέχρι το σημείο της κατάργησης να υπάρξει μια ανάδυση της δομικής βίας.

Η πρόταση είναι ενδιαφέρουσα, επειδή μπορεί να σημαίνει πιθανώς τη σύλληψη της αληθινής έννοιας δομών που είναι ακόμα άγνωστες σε εμάς. Δεν φαίνεται εκ των προτέρων παράλογο να δηλωθεί ότι αν η απουσία προσωπικής βίας συνδυάζεται με μια μορφή δομικής βίας, τότε η προσωπική βία, ωστόσο, βρίσκεται προ των πυλών –και, αντιστοίχως, ότι, αν η απουσία δομικής βίας συνδυάζεται με την προσωπική βία, τότε, και η δομική βία βρίσκεται πολύ κοντά. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι απλώς ότι το σύνολο της βίας είναι σταθερό, μόνο που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τη λανθάνουσα ποικιλία των ειδών της βίας που «καταργείται», για να δούμε πιο καθαρά πώς ένα είδος είναι σε θέση αναμονής, έτοιμο να εισέλθει μόλις το άλλο είδος καταρρεύσει. Η απουσία ενός τύπου βίας έχει ως αντίτιμο την απειλή κάποιου άλλου.

Αλλά, ωστόσο η βαθιά γνώση που το διεγείρει αυτό, μπορεί να είναι σε ορισμένες περιπτώσεις που αρνούμαστε να δεχτούμε αυτή την απαισιόδοξη άποψη για δύο λόγους. Πρώτον, οι δύο προτάσεις φαίνεται ότι απλώς δεν είναι αληθείς. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστεί κανείς μια δομή τόσο ξεκάθαρα δομική στη βία της ώστε όλες οι έννοιες της προσωπικής βίας να έχουν καταργηθεί, έτσι ώστε όταν η δομή απειλείται να μην υπάρχει δεύτερη αμυντική τάφρος μέσω της κινητοποίησης της λανθάνουσας προσωπικής βίας. Ομοίως, μια δομή μπορεί να είναι εντελώς απροετοίμαστη για να παγώσει τις δυνάμεις που απελευθερώνονται και προέρχονται από τη μείωση της προσωπικής βίας σε μια ιεραρχική σειρά. Εμπειρικά τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι σπάνιες, αλλά επίσης σημαντικές.

Δεύτερον, η υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι τα ανθρώπινα όντα κατά κάποιο τρόπο χρειάζονται τη βία για να βρίσκονται υπό έλεγχο αν όχι ως προς τον τύπο της προσωπικής βίας, τουλάχιστον, της δομικής εκδοχής της. Το επιχείρημα θα ήταν ότι αν δεν υπάρχει προσωπική βία ή απειλή προσωπικής βίας τότε μια πολύ ισχυρή ιεραρχική τάξη είναι απαραίτητη για να διατηρήσει την τάξη και να ελέγχει τις συγκρούσεις και αν δεν υπάρχει δομική βία ή απειλή δομικής βίας, τότε η προσωπική βία θα χρησιμεύσει εύκολα ως υποκατάστατο. Αλλά ακόμα και αν αυτό μπορεί να είναι μια λογική θεωρία για να εξηγήσει πιθανές εμπειρικές κανονικότητες, αυτό από μόνο του δεν είναι ικανοποιητικό επιχείρημα για να εντάξει μια κανονικότητα σε μια αρχή που υποτίθεται ότι είναι παντοτινά έγκυρη. Αντίθετα, αυτό θα ήταν μια εξαιρετικά απαισιόδοξη άποψη της ανθρώπινης υπόστασης, και για να γίνει πλήρως αποδεκτό θα σήμαινε τουλάχιστον μια συνθηκολόγηση.

Από το πρόβλημα του κατά πόσο ένα είδος βίας είναι απαραίτητο για την επίτευξη ή τη διατήρηση του άλλου είδους, είτε σε φανερό είτε σε λανθάνων επίπεδο, δεν απέχει πολύ το αντίθετο πρόβλημα: είναι ένα είδος βίας αναγκαίο ή επαρκές για να καταργήσει τον άλλο τύπο; Το ερώτημα, το οποίο στην πραγματικότητα χωρίζεται σε τέσσερα ερωτήματα, μας φέρνει απευθείας στο κέντρο της σύγχρονης πολιτικής συζήτησης. Ας εξετάσουμε εν συντομία μερικά από τα επιχειρήματα.

1.Η δομική βία είναι επαρκής για να καταργήσει την προσωπική βία. Αυτή η θέση φαίνεται να έχει κάποια περιορισμένη και βραχυπρόθεσμη ισχύ. Εάν όλες οι μέθοδοι που αναφέρονται παραπάνω για τη διατήρηση της δομικής βίας εφαρμόζονται, τότε φαίνεται πολύ πιθανό ότι η προσωπική βία μεταξύ των ομάδων που διαχωρίζονται από τη δομή καταργείται. Οι ασθενείς τάξεις είναι πολύ απομονωμένες και πολύ φοβισμένες από τα μεγάλα αφεντικά, τα μεγάλα αφεντικά δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Αλλά αυτό ισχύει μόνο μεταξύ αυτών των ομάδων εντός των ομάδων η φεουδαρχική δομή δεν ασκείται. Και παρόλο που η δομή είναι ίσως ανάμεσα στις πιο σταθερές κοινωνικές δομές που μπορεί κανείς να φανταστεί, δεν είναι σταθερή επ’ αόριστον. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαταραχθεί, με αποτέλεσμα τρομερά ξεσπάσματα προσωπικής βίας. Ως εκ τούτου, μπορεί ίσως να ειπωθεί ότι είναι μια δομή που χρησιμεύει για να κατακερματίσει την προσωπική βία στο χρόνο, με αποτέλεσμα τη διαδοχή περιόδων απουσίας και παρουσίας προσωπικής βίας.

2.Η δομική βία είναι απαραίτητη για να καταργήσει την προσωπική βία. Αυτό προφανώς δεν ισχύει, αφού η προσωπική βία θα σταματήσει τη στιγμή που θα ληφθεί η απόφαση να μην ασκείται. Αλλά αυτό, φυσικά, θέτει το ερώτημα: υπό ποιες συνθήκες λαμβάνεται αυτή η απόφαση και υποστηρίζεται πραγματικά; Ότι η δομική βία αποτελεί μια εναλλακτική λύση, υπό την έννοια ότι ένα μεγάλο μέρος της «τάξης» που επιτυγχάνεται με τη βοήθεια (την απειλή) της προσωπικής βίας μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω (της απειλής της) της δομική βία, είναι αρκετά σαφές. Αλλά για να δηλώσει μια σχέση ανάγκης πρέπει να πάμε πολύ μακριά έξω από τα περιορισμένα εμπειρικά βιώματά μας.

3.H προσωπική βία είναι επαρκής για να καταργήσει τη δομική βία. Και πάλι, αυτή η θέση φαίνεται να έχει κάποια περιορισμένη και βραχυπρόθεσμη ισχύ. Η προσωπική βία που κατευθύνεται ενάντια στα μεγάλα αφεντικά σε μια φεουδαρχική δομή εξουδετερώνοντας τους σωματικά μέσω των τεχνικών στον Πίνακα 1, χρησιμοποιείται μεμονωμένα ή σε συνδυασμό. Όταν τα μεγάλα αφεντικά δεν είναι πλέον εκεί για να ασκούν τον ρόλο τους, η φεουδαρχική δομή δεν μπορεί σαφώς πλέον να λειτουργήσει. Ως εκ τούτου, όπως ακριβώς στο σημείο 1 στις παραπάνω ομάδες (που διαχωρίζονται από τη δομή) η δομική βία μπορεί να καταργηθεί από αυτή τη διαδικασία. Αλλά αν το να καταργηθούν τα μεγάλα αφεντικά σε μια βίαιη δομή είναι ένα ζήτημα, να καταργηθεί η βίαιη δομή είναι κάτι τελείως διαφορετικό, και είναι αυτή η πλάνη της άστοχης ορθότητας ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα κατά της πρότασης. Η νέα ομάδα δύναμης μπορεί να καλύψει άμεσα τα κενά, διατηρώντας τη δομή, αλλάζοντας μόνο τα ονόματα των αξιωματούχων και, πιθανώς, τον εξορθολογισμό της δομής, σε αυτή την περίπτωση η δομική βία δεν έχει καν καταργηθεί για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ή η δομή μπορεί να επανεμφανιστεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, λόγω της εσωτερικής δυναμικής ή επειδή σε κάθε περίπτωση έχει στέρεα αποτυπωθεί στα μυαλά των νέων κατόχων της εξουσίας και συνεπώς είναι παρούσα συνεχώς σε λανθάνουσα μορφή.

4.Η προσωπική βία είναι απαραίτητη για να καταργηθεί η δομική βία. Αυτή, φυσικά, είναι μια διάσημη επαναστατική πρόταση με ένα συγκεκριμένο αντάλλαγμα. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει εναντίον της σε τρεις βάσεις: εμπειρική, θεωρητική και αξιολογική. Εμπειρικά κάποιος θα επισήμανε όλες τις περιπτώσεις της δομικής αλλαγής μειώνοντας τη δομική βία που φαίνεται να λαμβάνει χώρα χωρίς την προσωπική βία. Το αντεπιχείρημα είναι ότι υπήρχαν περιπτώσεις χωρίς καμία βασική αλλαγή της δομής, γιατί αν υπήρχε μια ουσιώδης απειλή για τους κατόχους της εξουσίας τότε θα είχαν καταφύγει στην προσωπική βία. Θεωρητικά κάποιος θα επισήμανε την ποιοτική διαφορά μεταξύ των μέσων της προσωπικής και της δομικής βίας και να ρωτήσει: έστω ότι η προσωπική βία μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση της δομικής βίας, δεν είναι πιθανό ότι ορισμένα, και ενδεχομένως ακόμα πιο αποτελεσματικά μέσα για την αλλαγή της δομής θα είναι δομικά, για παράδειγμα, συστηματικές αλλαγές των δικτύων αλληλεπίδρασης, προφίλ κατάταξης κ.λπ.; Με άλλα λόγια, η πεποίθηση για την αναγκαιότητα της προσωπικής βίας θα μπορούσε να πει κανείς, σε θεωρητική βάση, ότι είναι μια περίπτωση φετιχισμού της προσωπικής βίας. Και έπειτα υπάρχει και το αξιολογικό επιχείρημα: ακόμη και αν η προσωπική βία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απαραίτητη μέχρι σήμερα, σε εμπειρική ή / και θεωρητική βάση, αυτό θα ήταν ένας ακόμη καλός λόγος για συστηματική έρευνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή η αναγκαιότητα θα εξαφανιστεί.

Πάλι η έρευνα μας φαίνεται να μην μπορεί να αποκαλύψει την απόλυτη πραγματικότητα. Είναι δύσκολο να υποστηριχτεί η πεποίθηση για επάρκεια ή αναγκαιότητα του ενός ή του άλλου τρόπου. Οι δύο τύποι της βίας απλώς δεν φαίνεται να είναι πιο στενά συνδεδεμένοι εμπειρικά απ’ ό,τι λογικά –και ως προς το τελευταίο, το όλο εγχείρημα είναι μια προσπάθεια να δείξουμε ότι μπορεί να θεωρηθούν λογικά ανεξάρτητοι, ακόμη κι αν είναι συνεχείς μεταξύ τους: ο ένας τύπος αλλάζει ανεπαίσθητα εντός του άλλου.

Αλλά ακόμα και αν τώρα κάποιος απορρίπτει τη γενικευτική υπεραπλούστευση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα εξακολουθεί να υπάρχει καλός λόγος για να εστιάσουμε την προσοχή της έρευνας σε ένα είδος βίας παρά σε άλλο: μπορεί πάντα να υποστηριχθεί ότι το ένα είναι πολύ πιο σημαντικό ως προς τις συνέπειές του, από το άλλο. Έτσι, φανταστείτε ότι ήμαστε σε θέση να υπολογίσουμε τις ζημίες που θα προξενούνταν από τις δύο μορφές βίας, ή τα οφέλη που θα προέκυπταν για την ανθρωπότητα εάν θα μπορούσαν να εξαλειφθούν. Κατ’ αρχήν, αυτό δεν θα πρέπει να είναι εντελώς αδύνατο, τουλάχιστον όχι για τις απλούστερες φυσικές μορφές της βίας που εμφανίζονται σε σχέση με τη θνησιμότητα, και, ενδεχομένως, σε σχέση με τη νοσηρότητα. Τα ποσοστά θνησιμότητας και νοσηρότητας, σε κατάσταση απουσίας πολέμου μπορούν συνήθως να υπολογιστούν σχετικά καλά με εξαγωγή συμπεράσματος από προ-πολεμικά και μετα-πολεμικά δεδομένα. Είναι πιο δύσκολο στην περίπτωση της απουσίας εκμετάλλευσης, αλλά δεν είναι αδύνατο: θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε τα επίπεδα που επιτεύχθηκαν εάν όλοι οι διαθέσιμοι πόροι χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό της επέκτασης και της βελτίωσης της βιολογικής διάρκειας της ζωής και επιπλέον διανεμήθηκαν με ισότιμο τρόπο στην κοινωνία. Οι ζημίες που προξενήθηκαν από τη βία της μιας μορφής ή της άλλης θα εμφανιστούν τότε ως η διαφορά μεταξύ του δυναμικού και του πραγματικού, όπως αξιώνει ο ορισμός, και οι ζημίες μπορούν στη συνέχεια να συγκριθούν. Κάποιος θα μπορούσε ακόμα να φανταστεί υπολογισμούς των ζημιών της κοινής δραστηριότητας των δύο μορφών βίας.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτών των υπολογισμών, που θα πρέπει σίγουρα να έχουν υψηλή προτεραιότητα στο ερευνητικό πρόγραμμα των ερευνητικών κέντρων για την ειρήνη, είναι ότι η πόρτα θα ανοίξει για απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το αν οι ζημίες σε σχέση με την προσωπική βία ήταν υψηλότερες ή χαμηλότερες από τα οφέλη λόγω της μείωσης της δομικής βίας, όπως για παράδειγμα, στην κουβανική επανάσταση. Ο γράφων θα έλεγε ότι ήταν σίγουρα χαμηλότερες, χρησιμοποιώντας για τη σύγκριση χώρες της Λατινικής Αμερικής ως βάση για την αξιολόγηση των ζημιών της δομικής βίας από τον Μπατίστα, αλλά στην εξίσωση κάποιος φυσικά θα πρέπει να περιλάβει επίσης την προσωπική βία από τον Μπατίστα και τη δομική βία από τον Κάστρο, π.χ. υπό μορφή σχεδόν πλήρους αλλοτρίωσης της πρώην αστικής τάξης, όχι μόνο λόγω του κοινωνικού τους στάτους, αλλά ως άτομα. Τέτοιες ιμπρεσιονιστικές δηλώσεις, ωστόσο, θα πρέπει να υποστηρίζονται εμπειρικά.

Αλλά όσο ελκυστικοί μπορεί να είναι τέτοιοι υπολογισμοί – για λόγους πνευματικής περιέργειας για τη δυναμική της βίας, δομικής και προσωπικής, ακόμα και για να αναπτύξουν πολύ υψηλότερα επίπεδα θεωρητικών γνώσεων σε αυτά τα φαινόμενα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα –αυτό δεν είναι το ίδιο με την αποδοχή της ανάλυσης ζημίας-οφέλους στον τομέα αυτό ως βάση για πολιτική δράση. Το θέμα εδώ δεν είναι τόσο πολύ ότι κάποιος μπορεί να έχει αντιρρήσεις στην προβολή του μαθηματικού τύπου «μια ανθρώπινη ζωή ανά έτος = μία ανθρώπινη ζωή ανά έτος», ανεξάρτητα από το πώς ζημιώθηκε ή ωφελήθηκε, στο στάδιο της πολιτικής δράσης, όσο ότι αυτό το είδος ανάλυσης οδηγεί σε υπερβολικά μετριοπαθείς στόχους για πολιτική δράση. Φανταστείτε ότι ο γενικός κανόνας διατυπώθηκε «θα πρέπει να δράσεις πολιτικά, έτσι ώστε να μειωθεί η βία, λαμβάνοντας υπόψη τόσο πριν όσο και μετά τα επίπεδα της προσωπικής και δομικής βίας». Ένας κανόνας αυτού του είδους δεν θα λάμβανε υπόψη του πιθανές διαφορές στη δομική και προσωπική βία, όταν πρόκειται για το ενδεχόμενο να αποκτήσουν περισσότερη βία στο μέλλον. Αλλά θα επέτρεπε επίσης την ανάληψη δράσης για όσο διάστημα δεν υπάρχει καμία μείωση, και να κατευθύνει την πολιτική δράση μόνο προς τα κάτω προς την επιφάνειας της βίας, χωρίς να οδηγεί σε μια συστηματική έρευνα για την πιο απότομη δυνατή κλίση, ακόμα και για μια διαδρομή καθόδου μέχρι τώρα άγνωστη στο άτομο.

Αλλά εξίσου σημαντικό είναι να υπενθυμίσουμε ότι είναι σχεδόν αδύνατο να καταλήξουμε σε οποιαδήποτε γενική κρίση, ανεξαρτήτως χρόνου και χώρου, ως προς το ποια μορφή βίας είναι πιο σημαντική. Στον κόσμο, σήμερα, μπορεί βεβαίως να υποστηριχθεί ότι η έρευνα στην Αμερική θα πρέπει να επικεντρωθεί στη δομική βία, μεταξύ εθνών, καθώς και μεταξύ ατόμων, και ότι η έρευνα για την ειρήνη στην Ευρώπη θα πρέπει να έχει μια παρόμοια εστίαση στην προσωπική βία. Η λανθάνουσα προσωπική βία στην Ευρώπη μπορεί να ξεσπάσει σε πυρηνικό πόλεμο, αλλά η φανερή δομική βία στην Αμερική (και όχι μόνο εκεί) προκαλεί ήδη ένα ετήσιο βαρύ τίμημα πυρηνικών μεγεθών. Λέγοντας αυτό, δεν παραμελούμε, φυσικά, τα δομικά συστατικά της κατάστασης στην Ευρώπη, (όπως η μεγάλη κυριαρχία δύναμης και η παραδοσιακή μορφή εκμετάλλευσης της Ανατολικής Ευρώπης από τη Δυτική Ευρώπη), ούτε ξεχνάμε το υψηλό επίπεδο της προσωπικής βίας στην Αμερική έστω και αν δεν λαμβάνει τη μορφή διεθνούς πολέμου (αλλά μερικές φορές τη μορφή επεμβατικής εισβολής).

5. Σχετικά με τον ορισμό της «ειρήνης» και της «έρευνας για την ειρήνη»

Με τη διάκριση μεταξύ προσωπικής και δομικής βίας ως βασική, η βία γίνεται δύο όψεων, και το ίδιο συμβαίνει και με την ειρήνη που γίνεται αντιληπτή ως απουσία της βίας. Μια διευρυμένη έννοια της βίας οδηγεί σε μια διευρυμένη έννοια της ειρήνης. Ακριβώς όπως ένα νόμισμα έχει δύο όψεις, η μία όψη του μόνο είναι μία μόνο πλευρά του νομίσματος, και όχι ολόκληρο το νόμισμα , έτσι και η ειρήνη έχει δύο όψεις: την απουσία της προσωπικής βίας, και την απουσία της δομικής βίας(30). Θα αναφερθούμε σε αυτές ως αρνητική ειρήνη και θετική ειρήνη αντίστοιχα(31).

Για λόγους συντομίας οι διατυπώσεις «απουσία της βίας», και «κοινωνική δικαιοσύνη» μπορεί ίσως να προτιμηθούν, χρησιμοποιώντας μια αρνητική και μια θετική διατύπωση. Ο λόγος για τη χρήση των όρων «αρνητικός» και «θετικός» είναι εύκολα διακριτός: η απουσία προσωπικής βίας δεν οδηγεί σε θετικά καθορισμένη κατάσταση, ενώ η απουσία δομικής βίας είναι αυτό που έχουμε αναφέρει ως κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία είναι μια θετικά καθορισμένη κατάσταση (ισότιμη κατανομή της εξουσίας και των πηγών). Έτσι, ο ορισμός της ειρήνης με αυτόν τον τρόπο δεν είναι μόνο θέμα ελέγχου και μείωσης της απροκάλυπτης χρήσης βίας, αλλά αυτό που έχουμε αλλού αναφέρει ως «κάθετη ανάπτυξη»(32). [Σύμφωνα με το σχήμα 4 του άρθρου η βία διακρίνεται στην προσωπική/άμεση και στη δομική/έμμεση (που αναφέρεται και ως «κοινωνική αδικία). Η απουσία της προσωπικής/άμεσης βίας ισοδυναμεί με την αρνητική ειρήνη ενώ η θετική ειρήνη (που αναφέρεται και ως «κοινωνική δικαιοσύνη») ισοδυναμεί με την απουσία της δομικής/έμμεσης βίας.]

Και αυτό σημαίνει ότι η θεωρία για την ειρήνη είναι στενά συνδεδεμένη όχι μόνο με τη θεωρία της σύγκρουσης, αλλά εξίσου και με τη θεωρία της ανάπτυξης. Και η έρευνα για την ειρήνη, που ορίζεται ως έρευνα για τις συνθήκες –στο παρελθόν, παρόν και μέλλον– υλοποίησης της ειρήνης, θα είναι εξίσου στενά συνδεδεμένη με την έρευνα για τις συγκρούσεις και την έρευνα για την ανάπτυξη· ο πρώτος ορισμός συχνά πιο σχετικός με την αρνητική ειρήνη και ο δεύτερος πιο σχετικός με τη θετική ειρήνη, αλλά με πολύ σημαντικές επικαλύψεις.

Για να δικαιολογήσουμε αυτόν τον τρόπο θεώρησης της ειρήνης και της έρευνας για την ειρήνη, ας δούμε πού μας οδηγούν οι πολλές προσπάθειες να συλλάβουμε την ειρήνη από την άποψη μιας μόνο από αυτές τις «όψεις» ή πτυχές. Οι προσπάθειες αυτές είναι πιθανό να φέρουν στο προσκήνιο, στη θεωρία και μάλιστα στην πράξη, μια μονομέρεια στην οποία βασίζονται και να τονίσουν την ανάγκη για πιο σαφείς έννοιες της ειρήνης. Εδώ μόνο μια πολύ στοιχειώδης περιγραφή αυτού του τύπου ανάλυσης θα παρουσιαστεί, κυρίως γιατί οι σχέσεις μεταξύ της προσωπικής και της δομικής βίας διερευνήθηκαν σε αρκετό βαθμό στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Έτσι, η έμφαση στην έρευνα για τη μείωση της προσωπικής βίας εις βάρος μιας σιωπηρής ή επιτρεπτής παραμέλησης της έρευνας για τη δομική βία οδηγεί, πολύ εύκολα, στην αποδοχή του «νόμου και της τάξης» των κοινωνιών(33). Η προσωπική βία χτίζεται μέσα στο σύστημα, σαν μια διεργασία που χτίζεται μέσα σε ένα συμπιεσμένο ελατήριο σε ένα στρώμα: φαίνεται μόνο όταν το στρώμα αποσυντεθεί. Και από την άλλη πλευρά μπορεί να υπάρχει μια έμφαση στην έρευνα για την αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης εις βάρος μιας σιωπηρής ή επιτρεπτής αποδοχής και χρήσης της προσωπικής βίας. Το βραχυπρόθεσμο κόστος της προσωπικής βίας παρουσιάζεται σχετικά μικρό σε σχέση με το κόστος της συνεχούς δομικής βίας. Ωστόσο, η προσωπική βία τείνει να παράγει προφανή σωματική βία, όχι μόνο από τον αντίπαλο, αλλά ακόμα και μέσα στην ίδια ομάδα – και ο απόηχος των βίαιων επαναστάσεων φαίνεται γενικά να το πιστοποιεί αυτό.

Μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι η υπερβολική έμφαση της έρευνας σε μια πτυχή της ειρήνης τείνει να εξορθολογήσει τον εξτρεμισμό προς τα δεξιά ή τον εξτρεμισμό προς τα αριστερά, ανάλογα με το αν η μονόπλευρη έμφαση δίνεται στην «απουσία της προσωπικής βίας» ή την «κοινωνική δικαιοσύνη» . Φυσικά, και οι δύο αυτοί τύποι εξτρεμισμού δεν συνδέονται στενά μόνο τυπικά, αλλά και κοινωνικά και με διαλεκτικό τρόπο: ο ένας είναι συχνά μια αντίδραση στον άλλον. Όταν τεθούν σε εφαρμογή και οι δύο μπορεί εύκολα να εξελιχθούν σε γνωστές κοινωνικές τάξεις, όπου καμία από τις δύο πτυχές της ειρήνης δεν υλοποιείται: η μεγάλη κοινωνική αδικία συντηρείται μέσω της εξαιρετικά φανερής προσωπικής βίας. Το καθεστώς προσπαθεί συνήθως να διατηρήσει ένα κατεστημένο, είτε αυτό σημαίνει τη βίαιη διατήρηση της παραδοσιακής κοινωνικής αδικίας που μπορεί να έχει διαρκέσει για πολλές γενιές, είτε τη βίαιη διατήρηση κάποιου νέου τύπου αδικίας που παρουσιάστηκε από μια προσπάθεια ανατροπής του παλιού συστήματος.

Εάν τώρα η «ειρήνη» πρόκειται να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια να συμμετέχει και στα δύο, κάποιος μπορεί να ρωτήσει: αυτό δεν σημαίνει άραγε απλώς ένα είδος «μέτριας» πορείας, κάποια προσπάθεια να εμφανιστεί «αντικειμενική» με την προσεκτική καθοδήγηση μεταξύ των δύο τύπων του εξτρεμισμού που περιγράφονται παραπάνω; Αναμφίβολα υπάρχει κίνδυνος προς αυτή την κατεύθυνση. Οι προσπάθειες για την αποφυγή τόσο της προσωπικής όσο και της δομικής βίας μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην αποδοχή μίας εξ αυτών ή ακόμα και των δύο. Έτσι, αν η επιλογή είναι μεταξύ διόρθωσης ενός κοινωνικού λάθος μέσω της προσωπικής βίας ή με το να μην κάνουμε τίποτα, το τελευταίο μπορεί στην πραγματικότητα να σημαίνει ότι υποστηρίζονται οι δυνάμεις πίσω από την κοινωνική αδικία. Και αντίστροφα: η χρήση της προσωπικής βίας μπορεί εύκολα να σημαίνει ότι δεν εξασφαλίζεται ούτε μακροχρόνια απουσία της βίας, ούτε δικαιοσύνη.

Ή, μπορούμε να βάλουμε το επιχείρημα σε ένα ελαφρώς διαφορετικό πλαίσιο. Αν μας ενδιαφέρει για παράδειγμα η κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και η αποφυγή της προσωπικής βίας, αυτό δεν περιορίζει την επιλογή των μέσων μας τόσο πολύ ώστε να αποκτά νόημα μόνο σε ορισμένες κοινωνίες; Και ιδιαίτερα σε κοινωνίες που έχουν ήδη αντιληφθεί πολλές κοινωνικές-φιλελεύθερες αξίες, έτσι ώστε να υπάρχει σημαντική ελευθερία του λόγου και του συνέρχεσθαι, και οργανώσεις για την αποτελεσματική άρθρωση των πολιτικών συμφερόντων; Ενώ αν είμαστε κυριολεκτικά ακινητοποιημένοι σε ιδιαίτερα καταπιεστικές κοινωνίες ή «πιο ανοιχτές καταπιεστικές κοινωνίες», ως σύγχρονοι κριτικοί του φιλελευθερισμού τι θα μπορούσαμε να πούμε; Έτσι, αν η επιλογή των μέσων μας για την καταπολέμηση της δομικής βίας είναι τόσο περιορισμένη από τη μη χρήση της προσωπικής βίας που αφηνόμαστε χωρίς να κάνουμε τίποτα σε άκρως καταπιεστικές κοινωνίες, εάν η καταπίεση είναι λανθάνουσα ή φανερή, τότε πόσο πολύτιμη είναι αυτή η συνταγή για την ειρήνη;

Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε κατά τρόπο μακροσκελή.

Μια απάντηση θα ήταν να απορρίψουμε τον ορισμό που δίνεται παραπάνω για την ειρήνη, επειδή θέλουμε η «ειρήνη» να αναφέρεται σε κάτι εφικτό αλλά και σε κάτι που πραγματικά επιτυγχάνεται, όχι σε κάτι τόσο ουτοπικό όπως και η απουσία προσωπικής βίας και η κοινωνική δικαιοσύνη. Μπορούμε στη συνέχεια να στρέψουμε τον ορισμό της «ειρήνης» προς την κατεύθυνση της απουσίας προσωπικής βίας, ή την απουσία δομικής βίας, ανάλογα με το πού βρίσκονται οι προτεραιότητές μας. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό μας εισηγηθήκαμε ότι και οι δύο παρουσιάζονται με έναν απόλυτα συμμετρικό τρόπο: δεν υπάρχει χρονική, λογική ή αξιολογική προτίμηση που δίνεται στη μία ή την άλλη. Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν θεωρείται ένα στολίδι για την ειρήνη ως απουσία προσωπικής βίας, ούτε η απουσία προσωπικής βίας θεωρείται ένα στολίδι για την ειρήνη ως κοινωνική δικαιοσύνη. Δυστυχώς, στην εκτυπωμένη σελίδα, η μία πρέπει να εμφανίζεται πριν από την άλλη ή πάνω από την άλλη, και αυτό συχνά ερμηνεύεται ως προτεραιότητα (συγκρίνετε την πρόσφατη συζήτηση σχετικά με το εάν το πολιτικό σύνθημα μιας συγκεκριμένης ομάδας θα πρέπει να είναι «ειρήνη και ελευθερία» ή «ελευθερία και ειρήνη»). Στην πραγματικότητα, κάποιος θα πρέπει να εφεύρει κάποιο τρόπο εκτύπωσης, έτσι ώστε να μην υπονοείται καμία δήλωση προτεραιότητας.

Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει ότι κατά κάποιο τρόπο ελκυόμαστε από τον όρο «ειρήνη» και θα θέλαμε να αφήσουμε αυτή τη λέξη να εκφράζει το στόχο μας και όχι κάποια άλλη. Όμως, μια άλλη απάντηση θα ήταν να εγκαταλείψουμε τη λέξη «ειρήνη» και απλά να δηλώσουμε το ενδιαφέρον μας για τη μία ή και τις δύο από τις δύο αξίες και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να κάνουμε το καλύτερο μας σύμφωνα με τις δύο διαστάσεις, για να το πω έτσι. Αυτό φαίνεται λιγότερο ικανοποιητικό, λόγω της γενικά ευρύτατης χρήσης του όρου «ειρήνη», –τόσο διαδεδομένος και τόσο γενικά αποδεκτός που πιθανώς παρουσιάζει κάποιο είδος υποκατάστατου σε αυτή την κοσμική εποχή για τα συναισθήματα αφοσίωσης και κοινότητας που σε προηγούμενες εποχές επικαλούνταν αναφορές σε θρησκευτικές αντιλήψεις. Στην πραγματικότητα, η «ειρήνη» έχει πράγματι θρησκευτική χροιά σε πολλά σημεία, και είναι αυτό που πιθανώς συμβάλλει στη χρήση της λέξης «ειρήνη» ως φορέα συναισθημάτων οικουμενικής αγάπης και αδελφοσύνης στις μέρες μας. Ως εκ τούτου, παρά τις πολλές πιθανότητες σημασιολογικής σύγχυσης, θα συνηγορούσαμε υπέρ της διατήρησης του όρου «ειρήνη».

Μια τρίτη απάντηση θα ήταν να συνδυάσουμε τις πρώτες δύο προσεγγίσεις, να μιλήσουμε λίγο ή τουλάχιστον όχι πολύ δυνατά για την ειρήνη –από φόβο μήπως κοκκινίσουμε, μεταξύ άλλων– και να εγκαταλείψουμε έναν από τους δύο στόχους, την απουσία της βίας και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτή η στάση, που συναντιέται σήμερα σε πολλούς κύκλους, μπορεί να επαινεθεί για την ειλικρίνειά της και την έλλειψη υποκρισίας. Ούτε η ρατσιστική ή πρωτόγονη καπιταλιστική κοινωνία του «νόμου και της τάξης», ούτε η ανοιχτή καταπιεστική μετά-επαναστατική κοινωνία παρουσιάζονται ως υλοποίηση της «ειρήνης», αλλά ως κοινωνικά συστήματα όπου έγινε μια επιλογή μεταξύ δύο κακών, της άμεση βίας ή της κοινωνικής αδικίας, χρησιμοποιώντας αυτό που θεωρούνταν ως το μικρότερο κακό για να διώξει το μεγαλύτερο κακό (ενδεχομένως στο τέλος να καταλήξουμε και με τα δύο).

Και στη συνέχεια υπάρχει μια τέταρτη προσέγγιση, η οποία θα προτιμηθεί σε αυτό το πλαίσιο. Μπορεί να εκφραστεί ως εξής:

Και οι δύο αξίες, και οι δύο στόχοι είναι σημαντικοί, και είναι πιθανώς ζημιογόνο για το άτομο να προσπαθήσει, με οποιοδήποτε θεωρητικό τρόπο, να υποστηρίξει ότι το ένα είναι πιο σημαντικό από το άλλο. Όπως αναφέρθηκε, είναι δύσκολο να συγκριθεί το μέγεθος του πόνου και της ζημιάς που έχει προκληθεί από την προσωπική ή τη δομική βία και οι δύο είναι μιας τέτοιας τάξη μεγέθους που φαίνεται ότι οι συγκρίσεις δεν έχουν νόημα. Επιπλέον, φαίνεται συχνά να συνδυάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούμε και από τα δύο κακά πιο πιθανόν ο Διάβολος να εκδιωχτεί μαζί με τον Βεελζεβούλ. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη δυσκολία, που σε τόσο μεγάλο βαθμό πιστοποιείται μέσα από την ανθρώπινη ιστορία, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να περάσουμε ηθικές κρίσεις πολύ εύκολα σε αυτούς που αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν και τους δύο στόχους. Το να επιτευχθεί ένας από αυτούς, οποιοσδήποτε, δεν είναι μικρό επίτευγμα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τον αριθμό των κοινωνικών συστημάτων και καθεστώτων που δεν υλοποιούν κανέναν.

Αλλά η άποψη ότι μία έννοια δεν μπορεί να λειτουργήσει πλήρως τόσο λόγω της απουσίας προσωπικής βίας όσο λόγω της κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον ως βασικά απαισιόδοξη, ως ένα είδος πνευματικής και ηθικής συνθηκολόγησης(34). Πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν πολλές μορφές κοινωνικής δράσης που είναι διαθέσιμες σήμερα και συνδυάζουν και τα δύο με ιδιαίτερα εποικοδομητικό τρόπο. Σκεφτόμαστε την εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη στον τομέα της μη βίαιης δράσης, τόσο στη διαχωριστική πολιτική της μη βίας που χρησιμεύει για να κρατήσει τα μέρη χωριστά έτσι ώστε το ασθενέστερο μέρος να μπορεί να αποδείξει τη δική του αυτονομία και ταυτότητα, όσο στη συνδετική μη βία που μπορεί να χρησιμεύσει για να τα φέρει σε επαφή, όταν υπάρχει βάση για ισότιμη μη εκμεταλλευτική συνεργασία(35). Τα σκεφτόμαστε όλα αυτά που είναι γενικά γνωστά για τις θεωρίες της συμμετρικής, ισότιμης οργάνωσης(36). Σκεφτόμαστε την επέκταση της θεωρίας της κάθετης ανάπτυξης, της συμμετοχής, της αποκέντρωσης, της συναπόφασης. Και σκεφτόμαστε τις διάφορες προσεγγίσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών και τον αφοπλισμό, αν και αυτά ίσως είναι θέματα πιο περιφερειακής σημασίας(37). Εδώ δεν είναι το μέρος για να αναπτυχθούν αυτά τα ζητήματα, πράγμα που θα γίνει και σε άλλες περιπτώσεις. Αλλά αφετέρου, εφόσον ο διπλός στόχος έχει δηλωθεί –ότι η έρευνα για την ειρήνη ασχολείται με τις προϋποθέσεις για την προώθηση και των δύο πτυχών της ειρήνης– δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι το μέλλον δεν θα μας φέρει πιο πλούσιες έννοιες και περισσότερες μορφές κοινωνικής δράσης που να συνδυάζουν την απουσία της προσωπικής βίας με τον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας όταν επαρκής δραστηριότητα έχει τεθεί στον τομέα της έρευνας και της πρακτικής(38). Υπάρχουν περισσότεροι από ό, τι αρκετοί άνθρωποι πρόθυμοι να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλον – μέσω της στόχευσης και για τα δύο όπου η έρευνα για την ειρήνη μπορεί να έχει μια πραγματική συμβολή.

*  Ακολουθούν οι σημειώσεις τέλους του άρθρου σύμφωνα με την αρίθμηση τους

(*)Το παρόν άρθρο (PRIO -δημοσίευση Αρ. 23-9 είναι μια αναθεωρημένη έκδοση των πρωτότυπων ομιλιών που παρουσιάστηκαν από τον ίδιο τον συγγραφέα κατά τη Διάσκεψη του Όσλο για το σχεδιασμό μιας Ακαδημίας ειρηνοποιών, που διοργανώθηκε από κοινού με την Επιτροπή της Ακαδημίας Ειρηνοποιών, το Βερμόντ και το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη, στο Όσλο, στις 14 – 17 Νοέμβριος 1968˙ στο σεμινάριο έρευνας για την ειρήνη που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Μελετών Γκάντι, στο Βαρανάσι, στις 8-9 Μαρτίου 1969˙ κατά τη συνεδρίαση της Ιαπωνικής Ομάδας Ερευνών για την Ειρήνη στο Τόκιο, στις 27 Μαρτίου 1969˙ σε ένα σεμινάριο που διοργανώθηκε κατά την Ημερίδα για την Έρευνα για την Ειρήνη και τις Συγκρούσεις, στο Λουντ, στις 26 Απριλίου 1969, και στο διεθνές σεμινάριο που διοργανώθηκε από το Κέντρο Μελετών και Πρωτοβουλιών, στο Παρτινίκο, στις 3-4 Μαΐου 1969. Είμαι υπόχρεος στους διοργανωτές των συναντήσεων αυτών, Randolph Major, Sugata Dasgupta, Hisako Ukita, HaIkan Wiberg και Danilo Dolci και σε πολλούς συμμετέχοντες για τα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια και την κριτική. Όμως ιδιαίτερες ευχαριστίες θα πρέπει να εκφράσω στον Herman Schmid, του Πανεπιστημίου του Λουντ, στη Σουηδία, για τη σαφή και σημαντική άσκηση κριτικής σε κάποιες έννοιες της έρευνας για την ειρήνη, στο Journal of Peace Research , 1968, σελ. 217 – 232. Μολονότι δεν συμφωνώ ούτε με την κριτική του, ούτε με τις προτάσεις του, και αισθάνομαι ότι ο τρόπος που παρουσιάζει τις απόψεις μου είναι παραπλανητικός, υπάρχουν σίγουρα μερικά άτομα που πήραν το έναυσμα για συζήτηση και αναστοχασμό σε αυτό το τόσο πολύ θεμελιώδες πεδίο. Ωστόσο, το παρόν άρθρο δεν είναι μια συστηματική απάντηση στα επιχειρήματά του, αλλά μάλλον μια προσπάθεια, που εν μέρει προκαλείται από αυτόν, για να δείξει τι φαίνεται να είναι για τον γράφοντα ένας αποτελεσματικός τρόπος σκέψης σχετικά με τη βία, την ειρήνη και την έρευνα για την ειρήνη.

(1) Το σημείο αυτό αναλύεται διεξοδικότερα στις Θεωρίες της Ειρήνης (προσεχώς), Κεφάλαιο 1.1.

(2) Αυτό, φυσικά, δεν είναι απόλυτα αληθές. Δεν υπήρχε στη φασιστική ή ναζιστική ατζέντα, ούτε υπάρχει στην ατζέντα της σύγχρονης επαναστατικής σκέψης. Ωστόσο, ακόμα και για αυτές τις περιπτώσεις η βία δεν αποτελεί έναν σκοπό, αλλά ένα μέσο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια που δυσκολεύουν την υλοποίηση ενός μελλοντικού συστήματος, τη χιλιετία, την κομμουνιστική κοινωνία κ.λπ.· αυτά τα μελλοντικά συστήματα δεν φαίνεται να περιέχουν βία. Αλλά αυτό δεν είναι μια καθολική ανθρώπινη σταθερά. Ο παράδεισος των Βίκινγκς μοιάζει βίαιος, και πολεμικές φυλές / κοινωνίες, όπως οι Παθάνς  θα έθεταν πιθανώς την πλήρη απουσία της βίας ως τελευταίο θέμα στην ατζέντα τους, αν το έθεταν κιόλας.

(3) Τι γίνεται όμως αν ένα κοινωνικό σύστημα είναι τέτοιο που μερικοί άνθρωποι ζουν καλά σε στερεά, τσιμεντένια σπίτια και άλλοι σε παράγκες που καταρρέουν μετά από τον πρώτο σεισμό, σκοτώνοντας τους διαμένοντες; Με άλλα λόγια, ακόμα και αν η φυσική καταστροφή είναι αναπόφευκτη, διαφορικές κοινωνικές επιπτώσεις μπορούν να αποφευχθούν. Αυτό μπορεί σίγουρα να δικαιολογήσει τη χρήση του όρου «δομική βία», για τόσο διαφορετικά πρότυπα στέγασης, όχι μόνο λόγω διαφορετικής έκθεσης στους σεισμούς (όπως στη σεισμική ζώνη της Δυτικής Σικελίας), αλλά και λόγω των συνεπειών από διαφορετικά πρότυπα υγείας σε γενικές γραμμές, διαφορετικές εκπαιδευτικές ευκαιρίες, και τα λοιπά και τα λοιπά. Είτε δικαιολογεί τη χρήση αυτών των επιθέτων όπως «βίαιος» ή «δολοφόνος» για ανθρώπους που διατηρούν τέτοιες κοινωνικές δομές, είτε (πράγμα που δεν είναι ακριβώς το ίδιο), για ανθρώπους που βρίσκονται στην κορυφή αυτών των κοινωνικών δομών, είναι ένα άλλο θέμα.

(4) Δεδομένου ότι το δυνητικό επίπεδο δεν εξαρτάται μόνο από τη χρήση και την κατανομή των διαθέσιμων πόρων, αλλά και από τη γνώση, ένα σημαντικό πρόσωπο σε αυτό το πλαίσιο είναι ο επιστήμονας ή όποιος προτείνει νέες ιδέες για το πώς παλιοί ή νέοι, πόροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Με άλλα λόγια, όποιος καθιστά δυνατόν ό,τι προηγουμένως δεν ήταν εφικτό αυξάνει το επίπεδο της δυνητικότητας. Αλλά το επίπεδο μπορεί επίσης να μειωθεί, ίσως όχι τόσο συχνά επειδή η γνώση ξεχνιέται (αν και η ιστορία ακόμα είναι γεμάτη από τέτοιες περιπτώσεις) αλλά επειδή οι πόροι γίνονται δυσεύρετοι – για παράδειγμα, λόγω της ρύπανσης, της αποθησαύρισης, της υπερβολικής χρήσης κ.λπ. Με λίγα λόγια, δεν κάνουμε καμία υπόθεση για το σχήμα της καμπύλης της υλοποίησης του δυνητικού μέσα στο χρόνο, ούτε κάνουμε κάποια υπόθεση για την αντίστοιχη καμπύλη της υλοποίησης του πραγματικού. Ειδικότερα, απορρίπτουμε την αισιόδοξη υπόθεση σύμφωνα με την οποία οι δύο καμπύλες αυξάνονται μονότονα και με μειωμένο το μεταξύ τους κενό έτσι ώστε να υπάρχει ασυμπτωτική σύγκλιση του πραγματικού με το δυνητικό, «έως ότου οι δυνατότητες του ανθρώπου πραγματωθούν πλήρως». Αυτή είναι μια ιδεολογία, συνήθως με τη μορφή μιας υποκείμενης υπόθεσης, και όχι μια περιγραφή ή πραγματικότητα. Όπως γράφει ο Μπέρτραντ Ράσελ (Αυτοβιογραφία, Τόμ. ΙΙΙ, σελ. 221.): «Όταν ήμουν νέος, η Βικτοριανή αισιοδοξία ήταν δεδομένη. Υπήρχε η αντίληψη ότι η ελευθερία και η ευημερία θα εξαπλώνονταν σταδιακά σε όλο τον κόσμο μέσω μιας ομαλής διαδικασίας, και υπήρχε η ελπίδα ότι η σκληρότητα, η τυραννία και η αδικία συνεχώς θα μειώνονταν. Σχεδόν ο καθένας ήταν στοιχειωμένος από το φόβο των μεγάλων πολέμων. Σχεδόν ο καθένας σκεφτόταν τον δέκατο ένατο αιώνα ως ένα σύντομο διάλειμμα ανάμεσα στη βαρβαρότητα του παρελθόντος και του μέλλοντος –.» Εν συντομία, ας μην κάνουμε καμία υπόθεση, αλλά ας επικεντρωθούμε στις αιτίες της απόκλισης μεταξύ των καμπυλών, παραδεχόμενοι μια χρονική καθυστέρηση στην εφαρμογή και τη διακίνηση νέων γνώσεων˙ είτε ονομάζονται τεχνολογικές είτε κοινωνικές.

(5) Ωστόσο, δεν είναι καθόλου προφανές πώς θα πρέπει να καθοριστεί η πιθανή διάρκεια ζωής. Δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την ηλικία θανάτου του γηραιότερου ανθρώπου που πεθαίνει σήμερα ή φέτος· αυτή μπορεί να είναι πολύ χαμηλή, γιατί δεν επωφελείται από πιθανές εξελίξεις στο χώρο της υγείας κ.λπ. που έρχονται πολύ αργά για να έχουν αντίκτυπο σε αυτόν, ή δεν έχουν γίνει ακόμα, και μπορεί να είναι πολύ υψηλή, επειδή ο ίδιος είναι ιδιαίτερα ευνοημένος γενετικά. Όμως, ο μέσος όρος του ποσοστού  της κοινωνικής τάξης που επωφελείται πλήρως από τη γνώση και τους ήδη διαθέσιμους πόρους θα πρέπει τουλάχιστον να προσφέρει μια βάση για να εκτιμηθεί τι είναι δυνατόν σήμερα.

(6) Σε ένα άρθρο «Σχετικά με την έννοια της Μη-Βίας », Journal of Peace Research, 1965, σελ. 228-257, η έννοια της επιρροής είναι βασική σε μια προσπάθεια να αναλυθεί η διαφορά ανάμεσα στη βία και τη μη-βία, και οι θετικές και αρνητικές εκδοχές της τελευταίας. Στο παρόν άρθρο η εστίαση είναι σε μια τυπολογία της βίας, και όχι σε μια τυπολογία της μη-βίας.

(7) Αυτόθι , σελ. 230-234

(8) Ό.π.

(9) Αυτό είναι ένα θέμα που επανέρχεται στον Herbert Marcsue, Μονοδιάστατος Άνθρωπος (One-dimensional Man, Boston Press, 1968), ιδιαίτερα στο 1ο Μέρος, «Μονοδιάστατη κοινωνία».

(10) Αυτό είναι ένα θέμα που επανέρχεται κατά πολύ στην ανάλυση της βίας στις ΗΠΑ. Η βία κατά της ιδιοκτησίας θεωρείται ως εκπαίδευση, το πρώτο τζάμι παραθύρου που γίνεται κομμάτια είναι επίσης ένα πλήγμα ενάντια στην ίδια την αστική τάξη, μια απελευθέρωση από προηγούμενους περιορισμούς, μια πράξη επικοινωνίας που στέλνει το μήνυμα και στα δύο στρατόπεδα μιας νέας μη κτήσης και πάνω απ’ όλα της απόρριψης των σιωπηρών κανόνων του παιχνιδιού. «Αν μπορούν να το κάνουν αυτό στην ιδιοκτησία, τι μπορούν να κάνουν σε άτομα – ».

(11) Επισημάνθηκε από τον Herman Kahn (σε σεμινάριο στο PRIO, τον Μάιο του 1969) ότι οι σπουδαστές της μεσαίας τάξης και οι χαμηλότερης βαθμίδας αστυνομικοί μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές σχέσεις με την ιδιοκτησία: ως κάτι πολύ εύκολα αντικαταστάσιμο για τη μεσαία τάξη των σπουδαστών σε μια εύπορη κοινωνία, ως κάτι δύσκολο να αποκτηθεί για έναν Ιρλανδό αστυνομικό χαμηλότερης βαθμίδας. Αυτό που για τον έναν μπορεί να είναι μια σχετικά μη προβληματική πράξη επικοινωνίας μπορεί για τον άλλον να είναι ιεροσυλία, ιδίως όταν οι σπουδαστές επιδιώκουν πιθανώς την κινητικότητα και την ελευθερία χωρίς να περιορίζονται από δεσμούς ιδιοκτησίας.

(12) Ο όρος «θεσμική βία» μερικές φορές χρησιμοποιείται συχνά, αλλά προτιμούμε τον όρο «δομική», δεδομένου ότι έχει συχνά ένα πιο αφηρημένο χαρακτήρα και δεν είναι κάτι που μπορεί να εντοπιστεί σε ένα συγκεκριμένο θεσμό. Έτσι, αν η αστυνομία είναι άκρως μεροληπτική, ο όρος της θεσμοθετημένης βίας μπορεί να είναι κατάλληλος, αλλά αυτό είναι μια πολύ συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορεί να υπάρχει βία που χτίζεται μέσα σε μια δομή, χωρίς κανένα αστυνομικό θεσμικό όργανο, όπως θα αναπτυχθεί στην επόμενη ενότητα.

(13) Αυτό εκφράζεται σαφώς από τον Stokeley Carmichael στο «Black Power» (Η Μαύρη Δύναμη) (Η Διαλεκτική της Απελευθέρωσης, David Cooper ed., London Penguin, σελ. 151, 1968.):  «Είναι σημαντικό σε αυτή τη συζήτηση για τον ρατσισμό να γίνει μια διάκριση μεταξύ των δύο τύπων: ατομικός ρατσισμός και θεσμικός ρατσισμός. Ο πρώτος τύπος αποτελείται από εμφανείς πράξεις από άτομα, με άμεσα συνήθως αποτελέσματα όπως ο θάνατος των θυμάτων, ή η τραυματική και βίαιη καταστροφή της ιδιοκτησίας. Αυτός ο τύπος μπορεί να καταγραφεί στις τηλεοπτικές κάμερες και μπορεί συχνά να παρατηρηθεί κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης του. Ο δεύτερος τύπος είναι λιγότερο εμφανής, πολύ πιο ύπουλος, λιγότερο αναγνωρίσιμος όσον αφορά τα συγκεκριμένα άτομα που διαπράττουν τις πράξεις, αλλά δεν είναι λιγότερο καταστροφικός για την ανθρώπινη ζωή. Ο δεύτερος τύπος είναι περισσότερο η συνολική λειτουργία των καθιερωμένων και σεβαστών δυνάμεων στην κοινωνία και, συνεπώς, δεν τυχαίνει της καταδίκης που δέχεται ο πρώτος τύπος».  Η διάκρισή του σε ατομικό / θεσμικό είναι το ίδιο με τη δική μας σε προσωπική / δομική. Αλλά εμείς προτιμούμε τον όρο «προσωπική», επειδή κάποιο πρόσωπο μερικές φορές ενεργεί εξ ονόματος των ομάδων, ενώ το «άτομο» μπορεί να ερμηνευθεί ως το αντίθετο της «ομάδας». Αλλά ιδίως στο πλαίσιο του Carmichael οι συζητήσεις για την ομαδική βία είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό – το λιντσάρισμα από τον όχλο ως αντίθετο της δολοφονίας από ένα άτομο – αλλά αυτό δεν κάνει τη βία θεσμική. Εξακολουθεί όμως να πληροί όλα τα άλλα κριτήρια, π.χ. αποτελείται από «εμφανείς πράξεις που γίνονται από άτομα», «μπορεί να καταγραφεί στις τηλεοπτικές κάμερες» (όπως σε έναν πόλεμο) κ.λπ.

(14) Η δυσκολία εδώ, όπως συχνά επισημαίνεται, είναι ότι οι διεθνείς στατιστικές αντανακλούν συνήθως τους μέσους όρους και όχι τη διασπορά, κατατάσσοντας τα έθνη κατά σειρά σύμφωνα με τον μέσο όρο επίδοσης και όχι σύμφωνα με τον βαθμό ισότητας που έχει επιτευχθεί στη διανομή. Ένας λόγος, φυσικά, είναι ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι εύκολα διαθέσιμα, αλλά αυτό μόνο εγείρει το ερώτημα γιατί δεν είναι διαθέσιμα. Ένας λόγος γι’ αυτό μπορεί πάλι να είναι το γεγονός ότι αναστατώνει την κατάταξη των τάξεων και αποκαλύπτει λιγότερο θετικές πτυχές των κοινωνικών τάξεων που συνηθίζουν να αυτοπροσδιορίζονται ως οι ηγέτες του κόσμου, αλλά αυτό δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι ότι το πρόβλημα απλά δεν έχει καθοριστεί επαρκώς με σαφήνεια, ούτε θεωρείται ως αρκετά εφικτή ή επιθυμητή η μείωση της διασποράς. Όταν αυτό οριστεί επαρκώς θα βρει την έκφρασή του σε διεθνείς στατιστικές.

(15) Η παρατήρηση στην προηγούμενη σημείωση κατέχει μείζονα λόγο εδώ: όχι μόνο είναι δύσκολο να παρουσιαστεί οποιοδήποτε μέτρηση της διασποράς της εξουσίας, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να μετρηθεί η εξουσία συνολικά, εκτός από την καθαρά τυπική έννοια του δικαιώματος της ψήφου. Αυτός που θα προτείνει μια πραγματικά σημαντική μέτρηση στον τομέα αυτό θα συμβάλει σημαντικά στην αποκρυστάλλωση της πολιτικής διαμάχης, καθώς και τις διοικητικές προσπάθειες.

(16) Και πάλι τα ίδια: η δημοσίευση αυτών των συσχετισμών θα συμβάλει σημαντικά στην αύξηση της ευαισθητοποίησης, δεδομένου ότι η τρέχουσα ιδεολογία είναι ακριβώς ότι οι συσχετίσεις των κατατάξεων μεταξύ του επιτευχθέντος και του αποδιδόμενου θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερες, κατά προτίμηση μηδέν.

(17) Οι οικονομικές κυρώσεις κατέχουν εδώ ενδιαφέρουσα κεντρική θέση. Είναι σαφώς βίαιες στις τελικές τους συνέπειες, οι οποίες είναι πείνα κ.λπ., αλλά η ελπίδα, φυσικά, είναι ότι είναι αρκετά αργές ώστε να επιτρέπουν τη συνθηκολόγηση πολύ πριν από αυτές. Την ίδια στιγμή είναι σαφές ακόμα ότι χτίζονται μέσα στη δομή, για τις πιο ευάλωτες χώρες που είναι επίσης οι χώρες που έχουν την τάση γενικά να είναι στο κάτω μέρος της διεθνούς διαστρωμάτωσης: ψηλά στην εξάρτηση από το εμπόριο, χαμηλά στη διασπορά των βασικών προϊόντων και χαμηλά στη διασπορά εμπορικών εταίρων. Βλέπε Γιόχαν Γκάλτουνγκ, «Σχετικά με τις επιπτώσεις των Διεθνών Οικονομικών Κυρώσεων, Με Παραδείγματα από την Περίπτωση της Ροδεσίας», World Politics, 1967, σελ. 387-416.

(18) Μια έκφραση του τι σημαίνει κοινωνική δικαιοσύνη βρίσκεται στη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου δηλώνονται μια σειρά από κανόνες για την ισότητα. Ωστόσο, πολύ συχνά πάσχουν από την ανεπάρκεια του ότι είναι περισσότερο προσωπικοί παρά δομικοί. Αναφέρονται σε ό,τι τα άτομα μπορούν να κάνουν ή μπορούν να έχουν, και όχι στο ποιος ή τι αποφασίζει να μπορούν να κάνουν ή να έχουν· αναφέρονται στη διανομή των πόρων, και όχι στην εξουσία πάνω στη διανομή των πόρων. Με άλλα λόγια, τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως έχουν διατυπωθεί συνήθως είναι αρκετά συμβατά με τον πατερναλισμό σύμφωνα με τον οποίο οι κάτοχοι της εξουσίας διανέμουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την απόλυτη εξουσία πάνω στη διανομή, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται εξίσωση χωρίς καμία αλλαγή στη δομή της εξουσίας. Είναι σχεδόν οδυνηρό να δούμε πόσο λίγοι φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι ένα μεγάλο μέρος της τρέχουσας εξέγερσης ενάντια στο κατεστημένο, κατά της αρχής είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο: οι παραχωρήσεις δεν είναι αρκετές, ούτε καν η ισότητα είναι αρκετή, είναι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις σχετικά με τη διανομή και υλοποιείται ό,τι είναι βασικό. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό επίσης σε εύθετο χρόνο δεν θα οριστεί ως κάποιου είδους ανθρώπινο δικαίωμα και θα προστεθεί στον κατάλογο των φιλοσοφικών και πολιτικών μαχών.

(19) Η εκμετάλλευση έχει επίσης μια αμφισημία, την οποία πράγματι αξιοποιήσαμε σε αυτή την ενότητα. Φαίνεται να υπάρχει μια φιλελεύθερη ερμηνεία όσον αφορά τη διανομή και τις ανισότητες, και μια μαρξιστική ερμηνεία όσον αφορά την εξουσία, ιδιαίτερα σχετικά με τη χρήση του πλεονάσματος που παράγεται από άλλους (σε μια καπιταλιστική οικονομία). Σαφώς μπορεί κανείς να έχει το ένα είδος εκμετάλλευσης χωρίς το άλλο.

(20) Είμαι ευγνώμων προς τον Hans Rieger και τους άλλους συμμετέχοντες στο σεμινάριο στο Ινστιτούτο Μελετών Γκάντι για την επισήμανση της δυνατότητας χρήσης της διάκρισης φανερή-λανθάνουσα σε σχέση τόσο με την προσωπική όσο και με τη δομική βία.

(21) Αυτό είναι ένα σημείο όπου ο Γκάντι και ο Μάο Τσε Τουνγκ θα συμφωνούσαν στη θεωρία, αν και στην πράξη είναι και οι δύο τόσο κυρίαρχοι στις οργανώσεις τους που πιθανώς να μην είχε πολύ νόημα να μιλάμε για πραγματική ισότητα.

(22) Βλέπε τη σημείωση 13 για την ανάλυση του Carmichael. Το βασικό σημείο στη δομή της επικοινωνίας είναι, φυσικά, ότι η προσωπική βία πολύ πιο εύκολα «μπορεί να καταγραφεί σε τηλεοπτικές κάμερες», αν και αυτό δεν είναι σωστό για να κυριολεκτήσουμε. Δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος που η δομική βία δεν θα πρέπει να καταγράφεται στις τηλεοπτικές κάμερες· στην πραγματικότητα, οι πολύ καλοί εικονολήπτες απολαμβάνουν να κάνουν ακριβώς αυτό. Όμως, η έννοια των ειδήσεων είναι ενάντια στην εμφανή παρουσίασή της· η έννοια αυτή από μόνη της συνδέεται με την προσωπική και όχι τη δομική βία. Για την ανάλυση, βλ. Johan Galtung και Mari Holmboe Ruge, «Η δομή των Εξωτερικών Ειδήσεων», Journal of Peace Research, 1965, σελ. 64 – 91, ιδίως σχετικά με τις ειδήσεις που προσανατολίζονται στο πρόσωπο ενάντια στη Δομή.

(23) Ο Herman Schmid φαίνεται να έχει πολύ δίκιο όταν επισημαίνει (ό.π., σελ. 217), ότι η έρευνα για την ειρήνη προήλθε από μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση και οι βασικές έννοιες χρωματίστηκαν από αυτή την κατάσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό εξηγεί μερικές από τις επισημάνσεις για τη συμμετρική σύγκρουση, και θα προσθέσουμε, για την προσωπική βία, τόσο λόγω των αναμνήσεων του πολέμου όσο και των απειλών πολέμου. Ωστόσο, οι απειλές ενός μεγάλου πολέμου στην περιοχή του Βορείου Ατλαντικού απέτυχε να πραγματοποιηθεί, η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε, αλλά η εκμετάλλευση παρέμεινε σταθερή ή αυξήθηκε. Έτσι, προς τα τέλη του «εξήντα η εστίαση αλλάζει» για ορισμένα πρόσωπα σε μια εντελώς νέα εστίαση (όπως όταν ο Schmid και άλλοι θα επιχειρηματολογήσουν υπέρ της έρευνας των λόγων δημιουργίας των συγκρούσεων, της πόλωσης και της έρευνας για την επανάσταση), για άλλους (όπως για τον γράφοντα) την επέκταση της εστίασης, όπως υποστηρίζεται στο παρόν άρθρο.

(24) Κατά συνέπεια, είναι σχεδόν απίστευτο το πόσο λίγο φαίνεται να επηρεάζεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών από τη γενική αύξηση, εντός των εθνών και μεταξύ των εθνών.

(25) Αυτό είναι το γενικό θέμα στο Johan Galtung, «Μια Δομική Θεωρία της Ολοκλήρωσης», Journal of Peace Research, 1968, σελ. 375-395.

(26) Μια από αυτές τις συνέπειες είναι φυσικά ότι ενισχύει τη δύναμή του: αυτός μονοπωλεί τις πληροφορίες από το παραπάνω επίπεδο και μπορεί να το μετατρέψει αυτό σε εξουσία στο δικό του επίπεδο. Μια άλλη συνέπεια είναι ότι αυτός είναι πολύ συχνά ανεκπαίδευτος ή ακατάλληλος για το έργο που πρέπει να εκτελεστεί στο υψηλότερο επίπεδο δεδομένου ότι το πλαίσιο αναφοράς του συνεχώς ήταν του επιπέδου n-1. Ο διαχειριστής ενός ορισμένου τύπου προϊόντων βρίσκεται ξαφνικά στο διοικητικό συμβούλιο μιας μεγάλης εταιρείας κάνοντας αρκετά διαφορετικά πράγματα· το ηγετικό έθνος σε μια περιφερειακή συμμαχία ξαφνικά βρίσκεται υπεύθυνο για τις παγκόσμιες υποθέσεις και αναγκάζεται να σκεφτεί μέσα σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο αναφοράς, και ούτω καθεξής.

(27) Δεν έχουμε συζητήσει το ενδεχόμενο να αρνηθεί κανείς εντελώς τις διαφορές των τάξεων κάνοντας τους πάντες ίσους, δεδομένου ότι φαίνεται να υπάρχουν πάντα ορισμένες διαφορές που ξεφεύγουν από τις προσπάθειες εξίσωσης και αυτές οι διαφορές τείνουν να γίνονται σημαντικές. Να έχουν όλοι οι πολίτες ίσα δικαιώματα ψήφου, και οι διαφορές στον τρόπο ζωής γίνονται εντυπωσιακές, να καταργηθούν οι ταξικές διαφορές στα τρένα και οι ανώτερες τάξεις να πηγαίνουν με το αεροπλάνο, και ούτω καθεξής.

(28) Λίγοι έχουν εκφράσει αυτή την εικόνα τόσο καλά όπως ο Eldridge Cleaver στο Ψυχή στον Πάγο (Λονδίνο:. Cape, 1969, σελ. 92): «Τόσο η αστυνομία όσο και οι ένοπλες δυνάμεις ακολουθούν τις διαταγές. Εντολές. Εντολές που πηγάζουν από πάνω προς τα κάτω. Εκεί πάνω, πίσω από κλειστές πόρτες, σε φουαγιέ, σε αίθουσες συνεδρίων, το χτύπημα του σφυριού στο τραπέζι, το κελάρυσμα από την αργυρή καράφα μπορεί να ακουστεί καθώς το παγωμένο νερό χύνεται από τους καλοταϊσμένους, συντηρητικά ντυμένους άνδρες με κοκάλινα γυαλιά, τις Αμερικάνες χήρες με τα μοντέρνα ρούχα και τα ξανανιωμένα πρόσωπα και τα βαμμένα μαλλιά, ο αέρας να διαπνέεται από το σαρκαστικό χιούμορ των αστείων του Bob Hope. Εδώ γίνονται όλες οι συζητήσεις, όλες οι σκέψεις, παίρνονται όλες οι αποφάσεις.  Τα υπάκουα γκρι σκυλάκια των ανδρών αυτών σπεύδουν από την αίθουσα συνεδριάσεων να διαδώσουν τις αποφάσεις μέσω και έξω από την πόλη, ως Ειδήσεις. Η εκτέλεση των εντολών είναι μια δουλειά, ένας τρόπος για να ανταποκριθεί κανείς στα έξοδα του σπιτιού, ένας τρόπος εξασφάλισης για τα παιδάκια του. Στις ένοπλες δυνάμεις είναι επίσης ένα καθήκον, πατριωτισμός: «Αν δεν πράξουμε έτσι είναι προδοσία».

(29) Βλέπε τη σημείωση 11 για την ανάλυση του Kahn, όπου πρόσθεσε ότι η πάλη με γροθιές θα είναι τόσο φυσιολογική για τους Ιρλανδούς μπάτσους, όσο θα είναι αντίστοιχα αφύσικη για την ανώτερη μεσαία τάξη των σπουδαστών, και η διαμάχη με τις λέξεις τόσο φυσιολογική για τους σπουδαστές, όσο αφύσικη για τον αστυνομικό. Ως εκ τούτου, όταν ο σπουδαστής καταστρέφει ιδιοκτησία και εξυβρίζει την αστυνομία προκαλεί την αστυνομία πολύ περισσότερο από τα όρια ανοχής της, και η αστυνομία ανταπαντά με την αντίδραση που γνωρίζει, τη βία· μια αντίδραση στην οποία οι σπουδαστές είναι ανεκπαίδευτοι. Κάποιος δεν χρειάζεται δομικές εξηγήσεις για να λογοδοτήσει για ένα ξέσπασμα βίας σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι σε αστυνομικά τμήματα, και μια εξήγηση μπορεί να συμπληρώσει μάλλον παρά να αντικαταστήσει κάποια άλλη.

(30) Αυτή η μεταφορά με τα κέρματα, φυσικά, δεν γίνεται για να δηλώσει ότι η μια πλευρά αποκλείει την άλλη. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε τόσες πολλές φορές στην προηγούμενη ενότητα: ένα δεδομένο κοινωνικό σύστημα μπορεί να εμφανίζει και τις δύο, μία ή (ίσως) καμία από τις δύο. Η μεταφορά ισχύει για την σύλληψη της έννοιας της ειρήνης, όχι για τον εμπειρικό κόσμο.

(31) Φυσικά, γνωρίζω πολύ καλά τις αλλαγές στην παρουσίασή μου αυτών των εννοιών, όπως είμαι βέβαιος ότι οι νέες διατυπώσεις θα βαδίσουν στα χνάρια αυτών που παρουσιάζονται εδώ. Ότι η «αρνητική ειρήνη» παραμένει αρκετά σταθερή υπό την έννοια της «απουσίας βίας» νομίζω ότι συμπεραίνεται από την ακρίβεια που δίνεται στον όρο «βία» στο κείμενο αυτό ως «προσωπική βία». Αλλά η «θετική ειρήνη», αλλάζει συνεχώς (όπως συμβαίνει με τη «θετική υγεία» στην ιατρική επιστήμη). Συνήθιζα να το βλέπω από την άποψη της ολοκλήρωσης και της συνεργασίας («Κύριο άρθρο», JPR , 1964, σελ. 1-4), αλλά τώρα συμφωνώ πλήρως με τον Herman Schmid ότι αυτό εκφράζει μια πάρα πολύ ολοκληρωτική και συμμετρική όψη των ομάδων σύγκρουσης, και πιθανώς αντανακλά τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης ή μια συγκεκριμένη ιδεολογία σε σχέση με αυτή τη σύγκρουση. Θα ήθελα τώρα να προσδιορίσω τη «θετική ειρήνη» κυρίως ως «κοινωνική δικαιοσύνη», η οποία λαμβάνεται με τη διπλή έννοια του άρθρου αυτού -αλλά νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι επίσης ανοικτή σε άλλες υποψήφιες για ολοκλήρωση, δεδομένου ότι ο ορισμός που δόθηκε στη βία είναι αρκετά ευρύς ώστε να στρέφεται επίσης προς άλλες κατευθύνσεις. Αυτό επιχειρείται σε κάποιο βαθμό στην ενότητα 1.3 των Θεωριών της Ειρήνης. Επιπλέον, νομίζω ότι ο Schmid είναι βασικά σωστός (ό.π. σελ. 221.) λέγοντας ότι υπάρχει μια τάση να επικεντρωνόμαστε στην αρνητική ειρήνη, διότι η συναίνεση επιτυγχάνεται πιο εύκολα -αλλά συμμερίζομαι την απόρριψη της εν λόγω τάση. Το να αποκαλυφτούν και να ξεσκεπαστούν οι ύπουλοι μηχανισμοί της δομικής βίας και να διερευνηθούν οι προϋποθέσεις για την απουσία ή την εξουδετέρωση τους είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό, αν και οι συγκρίσεις των δύο τύπων βίας υπό την έννοια των προτεραιοτήτων φαίνεται λίγο σαν να συζητούμε εάν η ιατρική έρευνα πρέπει να επικεντρωθεί στον καρκίνο ή τα καρδιακά νοσήματα. Και σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί, με έμφαση, ότι ένας επιστημονικός κλάδος πλήρως καλυμμένος με τις δικές του αρχές και τον ορισμό του είναι πιθανώς ένας νεκρός κλάδος. Ουσιαστικές συζητήσεις και συζητήσεις για ουσιαστικά θέματα είναι σημάδια υγείας, κι όχι ασθένειας. Αυτά τα ζητήματα είναι δύσκολα, και θα σημειώσουμε πρόοδο μόνο μέσω περισσότερης πρακτικής στην ανάλυσή τους και περισσότερης εμπειρίας δουλεύοντας πάνω σε αυτά.

(32) Στις Θεωρίες Ανάπτυξης, προσεχώς.

(33) Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε γενικές γραμμές η έρευνα για την ειρήνη (Schmid, ό.π., σελ. 222) σε αυτή τη δεκαετία που έχει περάσει από τότε που ξεκίνησε βρήκε μεγαλύτερη ανταπόκριση στο βόρειο-δυτικό κατεστημένο στον κόσμο από ό,τι σε άλλες πλευρές, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με την έρευνα για τον καρκίνο. Από αυτό δεν συνάγεται ότι η έρευνα για την ειρήνη δεν έχει νόημα για τον τρίτο κόσμο και τις επαναστατικές δυνάμεις. Η ίδια ασύμμετρη διανομή μπορεί να βρεθεί σχεδόν παντού, λόγω της στρεβλής κατανομής των παγκόσμιων πόρων και της γενικά φεουδαρχικής δομής του κόσμου. Αλλά ο Schmid είναι σίγουρα σωστός στον καθορισμό της έρευνα για την ειρήνη σε ένα κοινωνικό πλαίσιο: «ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό», και «ποιος θα είναι σε θέση να εφαρμόσει συμβουλές από έναν ερευνητή για την ειρήνη» είναι βασικά ερωτήματα. Μόνο που αδυνατώ να καταλάβω ότι πρέπει να υπάρχει οποιοσδήποτε αυτονόητος λόγος για τον οποίο η έρευνα για την ειρήνη θα πρέπει να πέσει στα χέρια του κατεστημένου παρά σε άλλα χέρια για να μην αναφέρω να είναι σε θέση να διατηρήσει σημαντική αυτονομία στις επιδιώξεις της. Αυτό προϋποθέτει μια ακαδημαϊκή δομή που δεν κατευθύνει όλες τις έρευνες στα χέρια των κατόχων της εξουσίας, αριστερά ή δεξιά, αλλά αφήνει το δρόμο ανοιχτό για αναζήτηση της γνώσης σχετικά με τους μηχανισμούς πίσω από κάθε μορφή βίας, κάθε είδους εμπόδιο για την αυτοπραγμάτωση του ατόμου.

(34) Έτσι, η έρευνα για την ειρήνη θεωρείται εδώ ως μια προσπάθεια να προωθήσει την πραγματοποίηση αξιών. Σε ποιο βαθμό οι αξίες αυτές συμπίπτουν ή όχι με τα συμφέροντα ορισμένων ομάδων είναι ένα άλλο θέμα. Ως εκ τούτου, η έρευνα για την ειρήνη δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί με την ιδεολογία μιας ομάδας, εκτός αν η ομάδα ευαγγελίζεται τις ίδιες αξίες. Είναι επίσης ανοικτό το ερώτημα αν η ομάδα που ταυτίζεται με αυτές τις αξίες θα συμβάλλει όντως στην προώθηση αυτών των αξιών.

(35) Κάποια από αυτά διερευνώνται στο «Σχετικά με την έννοια της Μη βίας », και απείρως πολλά περισσότερα μπορούν να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, το σημαντικό πράγμα φαίνεται να είναι ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για τον οποίο η έρευνα για την ειρήνη θα  πρέπει να συνδέεται με τη μελέτη της συμμετρικής σύγκρουσης μόνο, και της ολοκληρωτικής, ή όπως προτιμούν να λένε, «συναινετικές» (ολοκληρωτικός είναι ένας πολύ ισχυρός όρος) προσεγγίσεις. Οποιαδήποτε προσπάθεια να διερευνηθεί η δομική βία θα οδηγήσει στη συνειδητοποίηση των ασύμμετρων συγκρούσεων, μεταξύ μερών εξαιρετικά άνισων δυνατοτήτων -και νομίζω ότι είναι άδικο να δηλωθεί ότι αυτό έχει παραμεριστεί στο είδος της έρευνας για την ειρήνη που πραγματοποιείται στο Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη στο Όσλο.  Οι όροι «μεγάλα αφεντικά-ασθενείς τάξεις» μπορεί να μην είναι οικείοι, ακόμα και να προκαλούν αγανάκτηση σε εκείνους που προτιμούν να κάνουν αυτή την έρευνα με βάση μια μαρξιστική παράδοση και ορολογία, αλλά είναι παρ’ όλα αυτά μια προσπάθεια. Πιο συγκεκριμένα, η προσπάθεια ήταν να κατανοηθεί καλύτερα η δομή της δομικής βίας, μια μικρή ένδειξη της οποίας παρατίθεται στην ενότητα 3 του παρόντος άρθρου. Και δεν υπάρχει κανένας αυτονόητος λόγος που η θεραπεία θα πρέπει να βρίσκεται σε συναινετικές πολιτικές μόνο. Αντίθετα, έχω την τάση να αισθάνομαι ότι γενικά οι συναινετικές πολιτικές είναι για τους ίσους, δηλαδή για συμμετρικές συγκρούσεις, ενώ η πόλωση και η διασπαστικές πολιτικές είναι πολύ καλύτερες στρατηγικές για την εκμετάλλευση ομάδων. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στη διττότητα των μη βίαιων στρατηγικών, όλα τα θέματα θα αναπτυχθούν πληρέστερα στις Θεωρίες των Συγκρούσεων (προσεχώς). Όταν ο Schmid λέει (ό.π., σελ. 219), ότι η έρευνα για την ειρήνη «θα πρέπει να εξηγήσει […] πώς οι υποβόσκουσες συγκρούσεις εκδηλώνονται -/και/πώς το ισχύον διεθνές σύστημα έχει σοβαρά καταπολεμηθεί ή ακόμα έχει καταλυθεί» φαίνεται να προδίδει τον ίδιο τον τύπο μονομέρειας για τον οποίο κατηγορεί την έρευνα για την ειρήνη -ενδιαφέρον για τον έλεγχο των φανερών συγκρούσεων μόνο, για την επίτευξη ολοκλήρωσης, για τη διατύπωση προβλημάτων από την άποψη ότι έχει σημασία για τα διεθνή και υπερεθνικά ιδρύματα. Αλλά αυτή η μονομέρεια θα προκύψει σχεδόν αναπόφευκτα αν η έρευνα θα πρέπει να στοχεύει στην εξυπηρέτηση συμφερόντων συγκεκριμένων ομάδων, υψηλών ή χαμηλών, αντί στην προώθηση των αξιών. Είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η διάλυση, η πόλωση, η διάσπαση είναι πάντα η καλύτερη στρατηγική, όσο δύσκολο είναι να πιστέψουν το αντίθετο. Αλλά αυτό φαίνεται να είναι στενά συνδεδεμένο με τη μελέτη των συγκρούσεων  του Schmid (ό.π., σελ. 224-228), όπου φαίνεται να πιστεύει ότι έχω μια υποκειμενίστικη αντίληψη της σύγκρουσης. Αν υπάρχει κάτι που το τρίγωνο της σύγκρουσης φιλοδοξεί να επιτύχει είναι ακριβώς το αντίθετο: ο ορισμός της σύγκρουσης, ανεξάρτητα από τις στάσεις και τη  συμπεριφορά, αλλά και ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις για την κατάσταση που έχουν τα μέρη (τόσο διαφορετικές από τη στάση που έχει το ένα απέναντι στο άλλο). Για μένα, η σύγκρουση είναι ασυμβατότητα στόχων, αλλά το πώς καθορίζονται οι στόχοι αυτοί είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα. Το να ζητήσουμε από τα εμπλεκόμενα μέρη την άποψή τους για το τι επιδιώκουν και τι, αν κάτι, στέκεται στο δρόμο τους είναι μία, αλλά μόνο μία προσέγγιση. Δεν έχω τίποτα ενάντια στους ορισμούς σχετικά με τα «συμφέροντα», η έννοια του «στόχου» είναι αρκετά ευρεία ώστε να τα περιλαμβάνει. Η δυσκολία είναι, όπως ο Schmid πρόθυμα και ειλικρινά παραδέχεται (ό.π., σελ. 227.) να «αποφασίσουμε ποια είναι τα συμφέροντα» και εγώ να μοιραστώ μαζί του την ιδέα ότι «αυτό είναι μια πρόκληση και όχι ένας λόγος για να εγκαταλείψουμε την ιδέα ενός ενδιαφέροντος ορισμού των συγκρούσεων». Αισθάνομαι, όμως, ότι αυτά τα συμφέροντα πρέπει να διατυπωθούν, όπως νομίζω ότι ο Μαρξ σε μεγάλο βαθμό το έκανε, και τότε κάποιος πρέπει να διερευνήσει τις συνέπειες. Πιστεύω, επίσης, ότι μπορούν να θεωρηθούν ως έκφραση των αξιών, αλλά όχι κατ’ ανάγκη αυτών που πρεσβεύει ο δράστης, ούτε αναγκαστικά ο ερευνητής, απλά ως προτεινόμενες αξίες. Έτσι, αν κάποιος αισθάνεται ότι είναι αντίθετο προς τα συμφέροντα των παιδιών, ως αυτόνομα άτομα, να αποδεχθούν τον δεσμό ως παιδιά των βιολογικών γονέων τους, τότε υπάρχει σίγουρα μια ασυμβατότητα στο παρόν σύστημα της οικογένειας: οι γονείς έχουν συμφέροντα ως ιδιοκτήτες που δεν συμβιβάζονται με τα συμφέροντα των παιδιών, ως ιδιοκτήτες του εαυτού τους. Η μόνη διαφορά μεταξύ αυτού του παραδείγματος και του παραδείγματος του αφέντη-δούλου του Schmid είναι ότι δίνει ένα παράδειγμα για μια σύγκρουση του παρελθόντος, εγώ ένα παράδειγμα για μια σύγκρουση του μέλλοντος, και μάλιστα για μια σύγκρουση που πιστεύω ότι θα εκδηλωθεί πολύ σύντομα, παράλληλα με το γενικό κύμα προς την απο-φεουδοποίηση του κοινωνικού συστήματος. Και βεβαίως συμφωνώ με τον Schmid ότι η πόλωση εδώ θα είναι ένα μέρος της λύσης.

(36) Για μια προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, βλέπε Johan Galtung, το Συνεργασία στην Ευρώπη (Στρασβούργο: Συμβούλιο της Ευρώπης, 1968).

(37) Μια προσπάθεια να δοθούν κάποιοι λόγοι γιατί βρίσκονται στο «Δύο Προσεγγίσεις για τον Αφοπλισμό: Η Νομικιστική και η Δομιστική», Journal of Peace Research 1967, σελ. 161 – 195.

(38) Και φυσικά δεν είναι απαραίτητο ότι όλα ή τα περισσότερα ή πολλά από αυτά πλέουν υπό τη σημαία της «έρευνας για την ειρήνη» ή οποιασδήποτε άλλης σημαίας για αυτό το θέμα -μόνο τα ελαφρώς ολοκληρωτικά μυαλά να είναι διατεθειμένα να αισθάνονται έτσι. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι αυτό γίνεται, και ότι υπάρχει επαφή μεταξύ διαφόρων προσεγγίσεων, έτσι ώστε αυτοί και άλλοι να μπορούν να επωφεληθούν από τον ιδεολογικό και θεσμικό πλουραλισμό.

____________________________

Translation by Mariana Kapetanidou – Translator and teacher of English and Italian, PhD student at Aristotle University of Thessaloniki, Greece.

Editing by Palaiologos Konstantinos, Assistant Professor at AUTh.

Peace research, 31 October 2013

This article originally appeared on Transcend Media Service (TMS) on 27 Jan 2014.

Anticopyright: Editorials and articles originated on TMS may be freely reprinted, disseminated, translated and used as background material, provided an acknowledgement and link to the source, TMS: (ελληνικά-Greek) Βία, Ειρήνη και Έρευνα της Ειρήνης, is included. Thank you.

If you enjoyed this article, please donate to TMS to join the growing list of TMS Supporters.

Share this article:

Creative Commons License
This work is licensed under a CC BY-NC 4.0 License.

Comments are closed.